Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λυκεία

См. также в других словарях:

  • λυκεία — λυκείᾱ , λυκεία helmet of wolf skin fem nom/voc/acc dual λυκείᾱ , λυκεία helmet of wolf skin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκεία — Λυκείᾱ , Λυκείη fem nom/voc/acc dual Λυκείᾱ , Λυκείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκεία — Προσωνυμία της Άρτεμης στην Τροιζήνα, όπου υπήρχε και ναός της θεάς πίσω από το θέατρο. Ιδρυτής του ναού ήταν ο Ιππόλυτος, γιος του Θησέα. Η Άρτεμη επονομάστηκε Λ., επειδή είχε βοηθήσει τον Ιππόλυτο να απαλλάξει την περιοχή τις Τροιζηνίας από τις …   Dictionary of Greek

  • Λύκεια — Λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl Λύκειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκεια — λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl λύκειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκείας — λυκείᾱς , λυκεία helmet of wolf skin fem acc pl λυκείᾱς , λυκεία helmet of wolf skin fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκει' — λύκεια , λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl λύκεια , λύκειος of neut nom/voc/acc pl λύκειε , λύκειος of masc/fem voc sg λύκειαι , λυκεία helmet of wolf skin fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκείαν — λυκείᾱν , λυκεία helmet of wolf skin fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκείας — Λυκείᾱς , Λυκείη fem acc pl Λυκείᾱς , Λυκείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκει' — Λύκεια , Λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl Λύκεια , Λύκειος of neut nom/voc/acc pl Λύκειε , Λύκειος of masc/fem voc sg Λύκειαι , Λυκείη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκείαν — Λυκείᾱν , Λυκείη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»