-
1 λυγροπαθής
λυγροπαθήςsuffering mournfully: masc /fem nom sg -
2 λυγροπαθής
λυγροπᾰθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυγροπαθής
См. также в других словарях:
λυγροπαθής — λυγροπαθής, ές (Α) αυτός που έχει υποστεί δεινά, που δοκίμασε συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λυγρῶς(< λυγρός) + παθής (< πάθος)] … Dictionary of Greek
λυγροπαθής — suffering mournfully masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)