-
1 λυγμός
-
2 λυγμος
ὁ икота Arst., Plut. -
3 λυγμός
λυγμόςmasc nom sg -
4 λυγμός
λυγμός, ὁ, der Schlucken; das Schluchzen, Weinen -
5 λυγμός
ο рыдание, всхлипывание -
6 λυγμός
[лигмос] ουσ α рыдание, всхлипывание. -
7 λυγμός
-
8 λυγμός
hıçkırık, hüngürtü -
9 λυγμός
sobΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λυγμός
-
10 λυγμοί
λυγμόςmasc nom /voc pl -
11 λυγμούς
λυγμόςmasc acc pl -
12 λυγμόν
λυγμόςmasc acc sg -
13 ἀ-λάλυγξ
ἀ-λάλυγξ, υγγος, ἡ, bei Nic. Al. 18 Schlucken, = λυγμός, nach B. A. 374 Angst (πνιγμός, ἀπορία).
-
14 λυγμοίς
-
15 λυγμοῖς
-
16 λυγμοίσι
-
17 λυγμοῖσι
-
18 λυγμού
-
19 λυγμοῦ
-
20 λυγμώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λυγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμός — ο (AM λυγμός) σπασμός τού διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή τού αέρα που υπάρχει στον θώρακα μσν. αρχ. λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ τού λύζω… … Dictionary of Greek
λυγμός — ο σπασμός του στήθους από το κλάμα, το αναφιλητό: Ακούγοντας την απόφαση του δικαστηρίου ξέσπασε σε λυγμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυγμοῖς — λυγμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμοῖσι — λυγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμοί — λυγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμοῦ — λυγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμούς — λυγμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμῶν — λυγμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμῷ — λυγμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμόν — λυγμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)