-
1 ολολυγμος
-
2 ολολυγμός
-
3 ὀλολυγμός
-
4 ὀλολυγμός
ὀλολυγμός, ὁ, das laute Aufschreien, besonders der Frauen, vor Freude, u. um die Götter anzurufen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; γυναικείῳ νόμῳ ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοϑεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον, Ag. 581; Ch. 381; Eur. Or. 1137; Ar.
-
5 ὀλολυγμός
ὀλολυγμός, ὁ, das laute Aufschreien, besonders der Frauen, vor Freude, u. um die Götter anzurufen -
6 ὀλολυγμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-2-0-0=2 Is 15,8; Zph 1,10loud cry, wailingCf. CAIRD 1976, 80 -
7 ὀλολυγμός
ὀλολῡγ-μός, ὁ,A loud cry, mostly of joy, in honour of the gods,ὀ. ἱρὸν.. παιώνισον A.Th. 268
;ὀ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Id.Ag.28
, cf. 595, E.Or. 1137, LXX Ze.1.10, PMag.Lond.121.323: pl., Epicur.Fr. 143, 419 ; song of triumph,ἐφυμνῆσαι.. ὀ. ἀνδρὸς θεινομένου A.Ch. 387
(lyr.) ; rarely of lamentation, AP7.182 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλολυγμός
-
8 πευκήεις
πευκήεις, εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; οὔρεα, D. Per. 678; νῆσος, Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, Ἥφαιστος, d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; σκάφος, Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, ὀλολυγμός Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.
-
9 ευμενης
21) благосклонный, благожелательный(τινι Hom., Aesch.)
2) милостивый(θεοί Xen.)
3) приветливый, ласковый4) благоприятно расположенный(πρός τι Plut.)
5) благоприятный, предвещающий счастье(ὀλολυγμός Aesch.; φάσμα Plut.)
6) выгодный, удобный(ὁδός Xen.; γῆ εὐ. ἐναγωνίσασθαι Thuc.)
-
10 θαρσος
1) смелость, отвага(θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἥ ἀνδρεία μεσότης περὴ φόβους καὴ θάρρη Arst.)
θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. — смелость перед лицом врагов;θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὴ φρεσὴ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὴ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. — внушать отвагу, придавать бодрости;θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen. — смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.;θ. λαβεῖν NT. — (при)ободриться2) источник бодрости, поднимающая отвагу силаὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. — боевая песнь, поднимающая дух у друзей
3) смелый шаг, дерзание(αἰσχρὰ θάρρη θαρρεῖν Plat.)
4) дерзость, наглость(θ. ἄητον Hom.)
5) назойливость(μυίης Hom.)
-
11 πευκηεις
1) сосновый(σκάφος Eur.)
π. Ἥφαιστος Soph. — сосновое пламя Гефеста2) пронзительный(ὀλολυγμός Aesch.)
-
12 ολολυγή
η, ολολυγμός ο плач, рыдание -
13 ολολυγμοίς
-
14 ὀλολυγμοῖς
-
15 ολολυγμοίσιν
-
16 ὀλολυγμοῖσιν
-
17 ολολυγμού
-
18 ὀλολυγμοῦ
-
19 ολολυγμοί
-
20 ὀλολυγμοί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀλολυγμός — loud cry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολολυγμός — ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω] ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.) 2. θριαμβευτικό άσμα … Dictionary of Greek
ὀλολυγμοῖς — ὀλολυγμός loud cry masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμοῖσιν — ὀλολυγμός loud cry masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμοί — ὀλολυγμός loud cry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμοῦ — ὀλολυγμός loud cry masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμούς — ὀλολυγμός loud cry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμῶν — ὀλολυγμός loud cry masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμῷ — ὀλολυγμός loud cry masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμόν — ὀλολυγμός loud cry masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλαγμός — ο (Α ἀλαλαγμὸς) [ἀλαλάζω] δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς αρχ. δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός … Dictionary of Greek