Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λοῦμα

См. также в других словарях:

  • λούμα — λοῡμα, ατος, τὸ (AM) [λούω] μσν. λουτρό αρχ. 1. ρυάκι 2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «λούματα τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα» …   Dictionary of Greek

  • λοῦμα — stream neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούμασιν — λοῦμα stream neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούματα — λοῦμα stream neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούματι — λοῦμα stream neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούματος — λοῦμα stream neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Agios Nikolaos (Gemeinde) — Gemeinde Agios Nikolaos Δήμος Αγίου Νικολάου (Άγιος Νικόλαος) …   Deutsch Wikipedia

  • λουματέας — λουματέας, ὁ (Μ) βαλτώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λοῡμα, ατος + κατάλ. έας] …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Νικολάου, δήμος — Δήμος (10.906 κάτ.) και έδρα του νομού Λασιθίου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βρουχά, Ελούντας, Έξω Λακκωνίων, Έξω Ποτάμων, Ζενίων, Καλού Χωρίου, Κριτσάς,… …   Dictionary of Greek

  • Σέλλες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Μιραμπέλλου, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λούμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»