-
1 λούζω
μετ.1) купать; мыть; 2) омывать (землю); 3) перен. устраивать головомойку, намыливать голову;γιά καλά — задать кому-л. как следует, задать кому-л. хорошую баню;τον έλουσα πατόκορφα я задал ему хорошую головомойку;1) — купаться, принимать ванну;λούζομαι
2) мыть голову;3) обливать, окатывать водой;§ λούζομαι στον ιδρωτα прям., перен. — сильно вспотеть, взмокнуть
-
2 λούζω
[лузо] р. купать, мыть волосы.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λούζω
-
3 λούζω
[лузо] ρ купать, мыть волосы. -
4 λούζω
yıkamak, banyo yaptırmak -
5 λούζω
baigner -
6 купать
-
7 перекупить
ρ.δ.βλ. перекупить.ξαναγοράζομαι αγοράζομαι, για μεταπώληση.ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупанный, βρ: -пан, -а, -о.1. παραλούζω, βλάπτω με το πολύ το λούσιμο•перекупить ребнка παραλούζω το παιδάκι.
2. λούζω (όλους, πολλούς)•перекупить всех детей λούζω όλα τα παιδιά.
παραλούζομαι• παρακάνω λουτρό, βλάπτομαι•-лся и простудился έκανα πολύ λουτρό και κρυολόγησα.
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγοράζω ακριβότερα• ακριβοπληρώνω (για να μην το αγοράσει άλλος).2. αγοράζω από μεταπωλητή αγοράζω για μεταπώληση.3. αγοράζω (όλα, πολλά). -
8 баня
бан||яж1. τό μπάνιο, τό λουτρό;2. перен ἡ κατσάδα:задать \баняю кому́-л. κατσαδιάζω, λούζω γιά καλά; ◊ ну и \баня здесь ἐδῶ εἶναι φοῦρνος. -
9 выкупать
вы́купать Iсов λούζω, λούω, πλένω. -
10 изругать
изругатьсов разг καταβρίζω, λούζω σέ βρισιές. -
11 искупать
искупать Iнесов ἐξαγνίζω, ἐξιλεώνω, ἐξαγοράζω:\искупать вину́ ἐξιλεώνομαι.искупать IIсов (выкупать) λούζω. -
12 купать
купа||тьнесов λούω, λούζω. -
13 осыпать
осыпатьнесов, осыпать сов1. ραίνω, σπέρνω, πασπαλίζω, (ἐπι)πάσσω / καλύπτω, σκεπάζω (покрывать):\осыпать цветами ραίνω μέ ἄνθη· \осыпать ударами δέρνω (или ξυλοφορτώνω) κάποιον2. перен γεμίζω, φορτώνω:\осыпать· похвалами γεμίζω μέ ἐπαίνους· \осыпать подарками γεμίζω (или φορτώνω) μέ δῶρα· \осыпать упреками βάζω πόστα κάποιον \осыпать насмешками παίρνω κάποιον στό ψηλό· \осыпать бранью λούζω μέ βρισιές. -
14 умывать
умыва||тьнесов πλύνω, νίβω, νίπτω, λούζω:\умыватьть ребенка πλύνω τό μωρό· \умыватьть лицо́ νίβω τό πρόσωπο· \умыватьть руки перен πλύνω τά χέρια, νίπτω τάς χείρας. -
15 λούνω
см. λούζω -
16 λούω
см. λούζω -
17 shampoo
[ʃæm'pu:] 1. plural - shampoos; noun1) (a soapy liquid or other substance for washing the hair and scalp or for cleaning carpets, upholstery etc: a special shampoo for greasy hair; carpet shampoo.) σαμπουάν2) (an act of washing etc with shampoo: I had a shampoo and set at the hairdresser's.) λούσιμο2. verb(to wash or clean with shampoo: She shampoos her hair every day; We shampooed the rugs yesterday.) λούζω(με σαμπουάν) -
18 выкупать
[βύκουπατ'] ρ. λούζω -
19 купать
[κουπάτ*] ρ. λούζω -
20 выкупать
[βύκουπατ'] ρ λούζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λούζω — λούζω, έλουσα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
λούζω — έλουσα, λούστηκα, λουσμένος 1. καθαρίζω με νερό το σώμα ή μέρη του: Το μωρό κλαίει κάθε φορά που το λούζω. 2. το μέσ., λούζομαι πλένω το κεφάλι μου ή κάνω λουτρό. 3. βρίζω, επιπλήττω αυστηρά: Με έλουσε με τα χειρότερα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμολούζω — λούζω κάποιον με θερμό νερό … Dictionary of Greek
καλολούζω — λούζω κάποιον καλά, έτσι ώστε να καθαρίσει τελείως … Dictionary of Greek
άλουστος — και ανάλουστος, η, ο 1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι 2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λούζω ( ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα στερητ. + λούζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αιματολουσία — η λουτρό αίματος, μεγάλη αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + λούζω] … Dictionary of Greek
αιματόλουστος — η ο λουσμένος, βουτηγμένος στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + λούζω] … Dictionary of Greek
αλλούβια — τα (Γεωλ.) υλικά τα οποία αποθέτονται από ποταμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. μτγν. λατ. alluvia, πληθ. τού alluvium, ουδ. τού alluvius «αλλουβιακός» < λατ. alluo «κατακλύζω, πλημμυρίζω» < λατ. προθ. ad «προς» + luo… … Dictionary of Greek
ανάλουστος — η, ο ο άλουστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λούζω] … Dictionary of Greek
απονίπτω — κ. νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. νίζω) ξεπλένω νεοελλ. λούζω κάποιον σε τακτή μέρα αρχ. 1. αφαιρώ με πλύσιμο 2. ( ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον») … Dictionary of Greek