-
1 перекупить
ρ.δ.βλ. перекупить.ξαναγοράζομαι αγοράζομαι, για μεταπώληση.ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупанный, βρ: -пан, -а, -о.1. παραλούζω, βλάπτω με το πολύ το λούσιμο•перекупить ребнка παραλούζω το παιδάκι.
2. λούζω (όλους, πολλούς)•перекупить всех детей λούζω όλα τα παιδιά.
παραλούζομαι• παρακάνω λουτρό, βλάπτομαι•-лся и простудился έκανα πολύ λουτρό και κρυολόγησα.
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγοράζω ακριβότερα• ακριβοπληρώνω (για να μην το αγοράσει άλλος).2. αγοράζω από μεταπωλητή αγοράζω για μεταπώληση.3. αγοράζω (όλα, πολλά).