-
1 λουτήρ
-
2 λουτήρ
λουτήρ, ῆρος, ὁ, Waschfaß, Badewanne -
3 luter
-
4 λουτηρίσκος
λουτηρίσκος, ὁ, dim. zu λουτήρ 8?).
-
5 luter
См. также в других словарях:
λουτήρ — washing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρα — λουτήρ washing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρας — λουτήρ washing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρε — λουτήρ washing masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρες — λουτήρ washing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρι — λουτήρ washing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρος — λουτήρ washing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρσι — λουτήρ washing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτῆρσιν — λουτήρ washing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτήροιν — λουτήρ washing masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτήρων — λουτήρ washing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)