-
1 лакированный
-
2 лакированный
επ. από μτχ.1. βερνικωμένος, λουστραρισμένος•-ая кожа δέρμα λουστρίνι.
2. μτφ. λαμπρός την όψη• σπινθηροβόλος.
См. также в других словарях:
γυαλιστερός — ή, ό [γυαλιστός] 1. στιλπνός, λαμπερός 2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος … Dictionary of Greek
γυαλιστός — ή, ό [γυαλίζω] στιλβωμένος, λουστραρισμένος … Dictionary of Greek
λουστράτος — η, ο [λούστρο] λουστραρισμένος, γυαλισμένος … Dictionary of Greek
λουστράρομαι — λουστράρομαι, λουστραρίστηκα, λουστραρισμένος βλ. πίν. 54 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λουστραρίζω — λουστράρισα, λουστραρισμένος, και λουστράρω λούστραρα (λ. ιταλ.), γυαλίζω, βερνικώνω: Ο επιπλοποιός λουστράρισε την τραπεζαρία μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)