Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βερνικωμένος

См. также в других словарях:

  • βερνικώνομαι — βερνικώνομαι, βερνικώθηκα, βερνικωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βερνικώνω — ωσα, βερνικωμένος 1. καλύπτω μια επιφάνεια με βερνίκι αλείφοντάς το, λουστράρω: Πρέπει να βερνικώσω όλες τις πόρτες για να μη σαπίσουν. 2. φρ., «κέρατο βερνικωμένο», ο δύστροπος, ο αντιπαθητικός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»