-
1 лакированный
-
2 лаковый
лаковыйпри л.1. ἀπό λουστρίνι·2. (покрытый лаком) βερνικωμένος. -
3 лакированный
επ. από μτχ.1. βερνικωμένος, λουστραρισμένος•-ая кожа δέρμα λουστρίνι.
2. μτφ. λαμπρός την όψη• σπινθηροβόλος. -
4 эмалированный
επ.επ. από μτχ.εφυαλωμένος, εφυαλωτός, σμαλτωμένος, βερνικωμένος.
См. также в других словарях:
βερνικώνομαι — βερνικώνομαι, βερνικώθηκα, βερνικωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βερνικώνω — ωσα, βερνικωμένος 1. καλύπτω μια επιφάνεια με βερνίκι αλείφοντάς το, λουστράρω: Πρέπει να βερνικώσω όλες τις πόρτες για να μη σαπίσουν. 2. φρ., «κέρατο βερνικωμένο», ο δύστροπος, ο αντιπαθητικός άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)