-
1 λοπαδ-άγχης
λοπαδ-άγχης, ὁ, Beiname eines Schmarotzers, Schüsselbeenger, λοπὰς-ἄγχω, Eubul. bei Ath. III, 113, nach Emend. für λοπαδάγχνης.
-
2 λοπαδάγχης
λοπαδ-άγχης, ὁ, Beiname eines Schmarotzers, Schüsselbeenger
См. также в других словарях:
λεοντάγχης — λεοντάγχης, ὁ (Α) αυτός που πνίγει τα λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + άγχης (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχης, λοπαδ άγχης] … Dictionary of Greek