-
21 λογιστάς
λογιστά̱ς, λογιστήςcalculator: masc acc plλογιστά̱ς, λογιστήςcalculator: masc nom sg (epic doric aeolic) -
22 εὔθῡνος
εὔθῡνος, ὁ, der Untersucher, der Richter. εὔϑυνος βαρύς Aesch. Pers. 814, vgl. Eum. 263. Bes. in Athen die Behörde, welche von den Beamten, nachdem sie ihr Amt niedergelegt hatten, die Rechenschaft (vgl. εὔϑυνα) abnahm, Andoc. 1, 78, im Gesetz; Plat. Legg. XII, 945 a ff.; Arist. Pol. 6. 3.; Vgl, λογιστής, Böckh, s Staatsh. I S. 205 f.; Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 154.
-
23 λογιστεύω
-
24 λογιστεία
-
25 λεπτος
3[λέπω]1) освобожденный от шелухи, очищенный, обмолоченный(κρῖ Hom.)
2) тонкий, мелкий(κονίη Hom.; τέφρα Arph.)
3) тонкий(μήρινθος, ῥὴς βοός Hom.; δέρμα Arst.)
; сделанный из тонкой ткани(ὀθόναι, φᾶρος Hom.)
; состоящий из тонкого вещества(ἀήρ Arst.)
4) тонкий, худой, худощавый(λ. κἀσθενής Arph.; ὄνος Arst.)
; исхудалый(χείρ Hes.; τράχηλος Xen.; ὑπὸ μεριμνῶν Plat.)
5) тесный, узкий(εἰσίθμη Hom.; πορθμός Plut.)
6) мелкий, небольшой(πλοῖα Her.)
τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plut. — самая мелкая медная монета7) легкий, слабый(κώνωπος ῥιπαί Aesch.; πνοαί Eur.)
8) чуть заметный(ἴχνη Xen.)
9) легкий, некрепкий(οἶνος Luc.)
10) жидкий, водянистый(χυμός Arst.; αἷμα Plut.)
11) слабый, шаткий(ἐλπίς Arph.)
12) тихий, нежный или тонкий, высокий(φωνή Arst.)
13) бедный, неимущий, обездоленный(διαδιδόναι τι τοῖς λεπτοῖς Polyb.)
14) утонченный, остроумный(λογιστής Arph.; νοῦς Eur.). - см. тж. λεπτόν
-
26 παραλογιστης
-
27 ψευδολογιστης
-
28 λογιστή
-
29 λογιστῇ
-
30 λογισταίς
-
31 λογισταῖς
-
32 λογιστού
-
33 λογιστοῦ
-
34 λογιστών
-
35 λογιστῶν
-
36 λογιστεία
λογιστ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογιστεία
-
37 λογιστεύω
A administer asλογιστής, τοὺς Σμυρναίους Philostr.VS 1.19.2
, cf. Jahresh.23 Beibl. 54 ([place name] Mopsuestia), IGRom.3.6, OGI722.10 (iv A. D.), etc.: c. gen., to be curator of, τῆς κολωνίας, τῆς.. πόλεως, IG 5(1).524 ([place name] Laconia), OGI500.12 ([place name] Aphrodisias).II metaph.,ἡ φύσις λογιστεύει τὰ μόρια Sever.Clyst.p.6
D., cf. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογιστεύω
-
38 ἀπόλογος
ἀπόλογ-ος, ὁ,A story, tale, Ἀλκίνου ἀπόλογος, of long and tedious stories (from that told by Odysseus to Alcinous in Od.9-12), Pl.R. 614b, Arist.Rh. 1417a13, Po. 1455a2.II fable, apologue, allegory, Cic.Orat.2.66.264, Quint. Inst.6.3.44, Gell.2.29.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλογος
-
39 ἐκλογιστής
ἐκ-λογιστής, ὁ, Berechner -
40 λεπτολόγος,
λεπτο-λόγος, u. λεπτο-λογιστής, ὁ, fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend
См. также в других словарях:
λογιστής — calculator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστής — ο θηλ. λογίστρια (Α λογιστής) [λογίζομαι] νεοελλ. 1. αυτός που καταγράφει συστηματικά και ταξινομεί τις οικονομικές συναλλαγές και τα οικονομικά και νομικά γεγονότα μιας οικονομικής μονάδας και απεικονίζει σε ειδικές καταστάσεις και με μια… … Dictionary of Greek
λογιστής — ο θηλ. ίστρια ο ειδικός υπάλληλος για την εκτέλεση λογιστικής υπηρεσίας: Ο λογιστής με ενημέρωσε για τις ζημίες της επιχείρησής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογισταῖς — λογιστής calculator masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισταί — λογιστής calculator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστοῦ — λογιστής calculator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστῇ — λογιστής calculator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστήν — λογιστής calculator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστῶν — λογιστής calculator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
λογιστά — λογιστά̱ , λογιστής calculator masc nom/voc/acc dual λογιστής calculator masc voc sg λογιστής calculator masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)