-
1 λογιστικής
-
2 λογιστικῆς
-
3 ἀνθ-άπτομαι
ἀνθ-άπτομαι, etwas anfassen, angreifen, τινός, Soph. σπαραγμὸς πνευμόνων ἀνϑήψατο Trach. 775; parodirt von Ar. Ran. 475; φρενῶν Eur. Med. 55; vgl. 1860 u. Hec. 275; Her. in ion, F., ἀντάπτομαι, πολέμου, Krieg unternehmen, 7, 138; ἔργου, Hand ans Werklegen, Plat. Ep. VII, 328 c; λογιστικῆς, behandeln, Rep. VII, 525 c; τῶν πραγμάτων, an Staatsgeschäften Theil nehmen, Thuc. 8, 97; tadeln, τινός, 8, 50.
-
4 ἀνθάπτομαι
A lay hold of in return,οἱ Πέρσαι.. ἅπτοντο αὐτοῦ·.. οἱ δὲ ἀντάπτοντο Hdt.3.137
, cf. E.Hec. 275: but mostly,II simply, lay hold of, grapple with, engage in, c. gen.,ἀ. τοῦ πολέμου Hdt.7.138
;ἀ. τῶν πραγμάτων Th.8.97
;ἀ. τῆς λογιστικῆς Pl.R. 525c
: generally, reach, attain, (dub.).2 lay hold of, seize, attack, esp. of pain, grief, etc., , cf. Ar. Ra. 474; φρενῶν, καρδίας, E.Med.55, 1360; περὶ τῆς μισθοφορᾶς.. μαλακωτέρως ἀνθήπτετο (sc. Τισσαφέρνους) attacked him, Th.8.50 (unless abs., 'was less firm in his counter-grip').Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθάπτομαι
См. также в других словарях:
λογιστικῆς — λογιστικός skilled fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακεδονίας, Πανεπιστήμιο — (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών). Το δεύτερο και νεότερο (σε σχέση με το Αριστοτέλειο) πανεπιστημιακό ίδρυμα της Θεσσαλονίκης. Λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση.… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
μικρολογιστική — η όρος ο οποίος χρησιμοποιείται από μερικούς ειδικούς αντί τής λογιστικής, όταν αυτή εφαρμόζεται στις επιμέρους οικονομικές μονάδες, όπως λ.χ. σε επιχειρήσεις και οργανισμούς, σε αντιδιαστολή προς την εθνική λογιστική, που ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ορθολογισμός — I (Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών,… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
παραγγελιοδοχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραγγελιοδόχο 2. φρ. «παραγγελιοδοχική λογιστική» (οικον.) τομέας τής λογιστικής που έχει ως αντικείμενο τις εγγραφές που απεικονίζουν τις συναλλαγές τού παραγγελιοδόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελιοδόχος.… … Dictionary of Greek
παραοικονομία — η 1. η ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας ή η άσκηση οποιασδήποτε άλλης οικονομικής δραστηριότητας χωρίς νομιμότητα, με σκοπό τη φοροδιαφυγή 2. (κατά ευρύτερη σημ.) το σύνολο τών μη μετρούμενων οικονομικών δραστηριοτήτων, δηλαδή τόσο τών… … Dictionary of Greek