Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λογισμούς

См. также в других словарях:

  • λογισμούς — λογισμός counting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

  • бѣгати — БѢГА|ТИ (232), Ю, ѤТЬ гл. 1.Бежать, передвигаться бегом: Римлѩнинъ же нѣкыи ѡ(т) коньникъ нарочитыи... гонѩ на кони, въсхытивъ нѣкоѥго оуношю ѡ(т) соупротивныхъ бѣгающю крѣпка тѣломь и въѡроужена, за шию имъ и преклонивъ ѥго коню бѣгающю… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • омраченыи — (15) прич. страд. прош. к омрачити. 1.В 1 знач.: Римлѧне же, видѣвше лица Июдеиска˫а ѿ бѹрѧ ѡмрачена, напрасно на нѧ нападающе. (ἀμαυρωϑείσας) ГА XIV1, 162в. 2. Во 2 знач.: кыи ѿвѣтъ и прощениѥ имѹть неразѹмивии || ѡмрачении Июдѣи. (οἱ ἐμβρόν… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ιεροφαντώ — ἱεροφαντῶ, έω (Α) [ιεροφάντης] 1. είμαι ιεροφάντης 2. εισάγω κάποιον στα μυστήρια, μυώ 3. (μτβ.) εξηγώ ως ιεροφάντης, διδάσκω ως ιεροφάντης 4. παθ. ἱεροφαντοῡμαι, έομαι α) εμπνέομαι («τοὺς ἱεροφαντηθέντας λογισμοὺς θεοῡ», Φίλ. β) εισάγομαι στα… …   Dictionary of Greek

  • κακολογίζομαι — (Α) (μτγν τ. εσφ. σχηματισμένος) έχω κακούς λογισμούς, κακές σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + λογίζομαι «υπολογίζω, λογαριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… …   Dictionary of Greek

  • κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • ξεζαλίζω — (Μ ξεζαλίζω) διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα») νεοελλ. 1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαι α) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

  • συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»