-
1 κατ-αντάω
κατ-αντάω, hinabkommen, hinkommen zu einem bestimmten Ziel; εἰς ἑαυτοὺς κατήντησαν, sie wandten sich gegen einander, Pol. 30, 14, 3; εἰς τὰ βασίλεια D. Sic. 4, 52; ἐπὶ τὴν κοίτην 3, 27; oft übtr. von der Rede, ἐπὶ τὴν γνώμην, λογισμοὺς τοιούτους, Pol. 10, 37, 3. 14, 1, 9; auch εἰς δοτικὴν κατήντησε, wurde mit dem Dativ verbunden, construirt, Apoll. de synt. p. 294, 2. – Uebh. sich begeben, Pol. 6, 4, 12.
-
2 μάθημα
μάθημα, τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαϑήματος ἢ ϑεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῠ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαϑήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαϑήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαϑημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).
-
3 λογισμός
λογισμός, ὁ, das Rechnen, die Berechnung; αἰσϑόμενος ἐκ λογισμοῦ τῶν ἡμερῶν, ὅτι ὕστερον ἀφεστήκοιεν Thuc. 4, 122, vgl. 3, 20; καὶ ἀριϑμός, Plat. Phaedr. 274 c; neben ἀστρονομία καὶ γεωμετρία, also die Rechenkunst, Prot. 318 e, wie λογισμοί Xen. Mem. 4, 7, 8; λογισμὸν ἀποφαινόμενος, eine Berechnung angebend, 4, 2, 21; ὅταν περὶ χρημάτων ἀνηλωμένων καϑεζώμεϑα ἐπὶ τοὺς λογισμούς, – ἐπειδὰν ὁ λ. συγκεφαλαιωϑῇ, wenn die Rechnung zusammengezogen, – ὅ, τι ἂν αὐτὸς ὁ λ. αἱρῇ, was auch das Ergebniß der Rechnung sein mag, Aesch. 3, 59. – Uebertr., Erwägung, Ueberlegung, Nachdenken, Schluß; τοῦ ξυμφέροντος, Thuc. 2, 40; ἄνευ λογισμοῦ καὶ νοῦ, Plat. Rep. IX, 586 d; λογισμὸν ἔχειν περί τινος, Legg. VII, 805 a; διὰ λογισμοῦ, im Ggstz von δι' αἰσϑήσεων, Soph. 248 a; οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους, die Gefahren nicht berechnend, ohne die Gefahren in Betracht zu ziehen, Lys. 2, 23; μὴ τοιοῠτός τις ὑμῖν λ. ἐμπέσῃ, Dem. 21, 129. – Vernünftige Ueberlegung, Vernunft, im Ggstz von ϑυμός, wie Thuc. sagt οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι, ϑυμῷ πλεῖστα εἰς ἔργον καϑίστανται, 2, 11, wie Pol. 2, 35, 3; u. Dem. ὀργῇ καὶ τρόπου προπετείᾳ φϑάσας τὸν λογισμόν, 21, 38; Sp., wie Plut.
-
4 ἐπι-πίπτω
ἐπι-πίπτω (s. πίπτω), darauffallen; εἰκὸς ἐπιπίπτειν τὰ ἄχυρα ἐπὶ τὸν σῖτον Xen. Oec. 18, 7; τὰ ἐπιπίπτοντα ἐκ τοῦ τείχους, das von der Mauer auf sie Fallende oder Herabgeworfene, App. B. C. 4, 111; bes. feindlich anfallen, angreifen, τινί, Her. 9, 116; Thuc. 3, 112; ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις Xen. Cyr. 7, 4, 3; Folgde; εἴς τινα, Her. 7, 207. So auch von unangenehmen Dingen, die eintreten, Einen befallen, πόνων ἐπιπιπτόντων Plat. Legg. V, 732 c; χειμὼν ἐπιπεσών Prot. 344 d, wie Her. ὁ βορῆς 7, 189; σήματα Plat. Rep. III, 405 c; ἀνάγκη Legg. VI, 762 c; vgl. Eur. οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λύπαι Andr. 1044; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Thuc. 3, 82; νόσος 87; – ἐπὶ ταύτην τὴν παράκλησιν, darauf kommen, verfallen, Isocr. 5, 89; wie unser »einfallen«, ἐπιπίπτειν τοιούτους λογισμοὺς τοῖς γνησίοις τῶν στρατιωτῶν Plut. Oth. 9.
-
5 ἐξ-ετάζω
ἐξ-ετάζω, fut. ἐξετάσω, att. ἐξετῶ, B. A. 251, wie jetzt Isocr. 9, 34 gelesen wird; aor. dor. ἐξήταξα, Theocr. 14, 28; ausforschen, prüfen, ob Etwas wahr. gut, ächt sei, erproben; τινά, Theogn. 1010; μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Soph. Ai. 583; neben ματεύω, O. C. 211; σοῖς κακοῖς ἠξίουν ἐξετάζεσϑαι φίλος Eur. Alc. 1014; vom Mustern eines Heeres, στρατὸς ϑάσσει κἀξετάζεται Suppl. 391; so Thuc. 6, 97 u. Folgde; ἂν ἡ δύναμις τῆς πόλεως ἐξητασμένη καὶ παρεσκευασμένη ᾗ φανερά Dem. 14, 7; τὴν συμμαχίαν ἐξήταζον Thuc. 2, 7; πάσας εἰδέας ἐξήτασεν Ar. Th. 436; ἐξέταζε, τί καὶ πῶς λέγουσι Plat. Phaedr. 261 a; τὴν κολοκύντην ἐξήταζον, τίνος ἐστὶ γένους Epicrat. Ath. II, 59 v. 17; mit doppeltem acc., ἐάν τίς σε ταῦτα ἐξετάζῃ Gorg. 515 b; neben ἐλέγχω, Apol. 29 e; bei den Rednern = gerichtlich Einen verhören, selbst von der Folter, οἰκέτας ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζομένους Dem. 45, 76; Pol. 15, 27, 7 ἐξετάσαι πᾶσαν προςτιϑέντα βάσανον; περί τινος, Plat. Legg. III, 685 a; τινὰ περί τινος, Einen worüber befragen, Phaedr. 258 d; – τινὰ πρός τινα, im Vergleich mit einem Andern Jemanden beurtheilen, abschätzen, πρὸς τοὺς ζῶντας τὸν ζῶντα ἐξέταζε Dem. 18, 318; πρὸς πλεονεξίαν τοὺς λογισμοὺς ἐξετάζων 6, 7 (wie Plut. Cat. min. 3 u. a. Sp.); ähnl. ἐξέτασον παρ' ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα 18, 265; vgl. Isocr. 8, 11 u. von Sp. D. Hal. 2, 17. – An die Bdtg des Musterns reiht sich die des Aufzählens, πρώτους ἐξετάσαι τοὺς ἐκ Κορίνϑου φυγόντας Dem. 20, 52, wie 58; pass., zu einer Zahl gerechnet werden, als Einer erfunden werden, καὶ τῶν ἐχϑρῶν τῶν σῶν εἷς ἐξητάζετο Dem. 19, 291; oft c. partic., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις, falls es sich zeigt, daß er nicht dabei war, Plat. Legg. VI, 764 a; οὐδενὸς πώποτε τούτων ἐξητάσϑης κατήγορος οὐδ' ἀγανακτῶν ὤφϑης Dem. 22, 66; λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα, ich zeigte mich als Einen, der immer das Rechte sagte, 18, 173; ähnl. μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων ἐξετάζεσϑαι, unter den, d. h. als Einer, der Niemand Unrecht gethan hat, 19, 115; Sp., wie D. Hal. 6, 63; auch im act. mit partic., Pol. ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους 3, 79, 1; φίλων καὶ πελατῶν ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις 6, 59; μετὰ τοῦ Καίσαρος, von Cäsars Partei sein, Plut.; vom Census, sich zu einer Klasse rechnen lassen, ἐν τοῖς ἱππικοῖς Pomp. 14.
-
6 ἑλίσσω
ἑλίσσω, att. ἑλίττω, ion. u. ep. εἱλίσσω, auch bei Tragg. nach Versbedürfniß, εἱλιχϑεῖσα Eur. Or. 352, u. in sp. Prosa, wie Luc. As. 37, Lob. Phryn. 30; vgl. εἱλέω, ἕλιξ, über die Schreibung ἐλίσσω Spitzner zu Il. 12, 408; aor. εἵλιξα, εἰλίξασαι Parmenid. Sext. Emp. adv. Math. 7, 111; perf. εἵλιγμαι, Sp. auch ἐλήλιγμαι, wie Paus. 10, 17, 12; εἱλίχατο Her. 7, 90; – 1) Act., herumdrehen, herumlenken; περὶ τέρμα, sc. ἵππους, Il. 23, 309. 466; ἑλιχϑείς, wieder herumgedreht, gegen den Feind gewandt; übh. schwingen, schnell bewegen, στρόμβοι κόνιν, aufwirbeln, Aesch. Prom. 1086; ἅλιον πλάταν, das Ruder schwingen, Soph. Ai. 351; übertr., λογισμούς Ant. 231; vgl. Plat. Epinom. 978 c; κόρας, βλέφαρα, Eur. Herc. Fur. 868 Or. 1266, vgl. 1292; χεῖρας ἀμφί τι, umschlingen, Tr. 758 Phoen. 1622, vgl. ὠκεανὸς πόντον ἀγκάλαις ἑλίσσων Or. 1376; ὅπλοις ἑλίσσειν, mit Bewaffneten umringen, Phoen. 711; τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι, sie hatten sich die Köpfe mit Binden umwickelt, Her. 7, 90; – πόδα, schnell bewegen, Eur. Or. 171; ohne diesen Zusatz, I. A. 215; βωμόν, um den Altar laufen, Callim. Del. 321; tanzen, den Reigen schlingen, Eur. Phoen. 235; ἁβρὰ ποδῶν βήμαϑ' ἑλισσόμεναι Ep. ad. 521 (IX, 189); τινά, durch Reigen feiern, Eur. Herc. Fur. 689 I. A. 1480. Uebertr., αἰϑὴρ κοινὸν φάος ἑλίσσων Aesch. Prom. 1094; Eur. ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα, Phoen. 3; αἴγλας παγὰν περὶ γαῖαν ἅπασαν Dionys. 2. – Vom Geiste; τοιαῠϑ' ἑλίσσων Soph. Ant. 231, animo volvere; Plat. Epin. 978 c; μῆτιν Ap. Rh. – Bei Callim. Del. 13 = med. – 2) Med., sich winden, drehen, mit rascher Thätigkeit; Il. öfter, ἑλιξάμενος διὰ βήσσας, sich hindurchwinden, 17, 283; ἔνϑα καὶ ἔνϑα Od. 20, 24; περί τι, ὠκεανοῦ τοῠ περὶ πᾶσάν ϑ' εἱλισσομένου χϑόν' ἀκοιμήτῳ ῥεύματι Aesch. Prom. 138; sich schlängeln, ringeln, vom Flusse, Hes. Th. 791, wie D. Sic. 1, 32; von der Schlange, Il. 22, 95; ἑλισσομένη καλαῠροψ, der durch die Luft geschleuderte, wirbelnde Hirtenstab, 23, 846. Aber κεφαλὴν σφαιρηδὸν ἑλίξασϑαι, wie einen Ball schleudern, also wie das act.; κῦμα ἑλισσόμενον Pind. N. 6, 57; im Reigen sich umschwingen, tanzen, Eur. u. A., s. oben; – ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα Plat. Theaet. 194 b, wie versari.
См. также в других словарях:
λογισμούς — λογισμός counting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия
бѣгати — БѢГА|ТИ (232), Ю, ѤТЬ гл. 1.Бежать, передвигаться бегом: Римлѩнинъ же нѣкыи ѡ(т) коньникъ нарочитыи... гонѩ на кони, въсхытивъ нѣкоѥго оуношю ѡ(т) соупротивныхъ бѣгающю крѣпка тѣломь и въѡроужена, за шию имъ и преклонивъ ѥго коню бѣгающю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
омраченыи — (15) прич. страд. прош. к омрачити. 1.В 1 знач.: Римлѧне же, видѣвше лица Июдеиска˫а ѿ бѹрѧ ѡмрачена, напрасно на нѧ нападающе. (ἀμαυρωϑείσας) ГА XIV1, 162в. 2. Во 2 знач.: кыи ѿвѣтъ и прощениѥ имѹть неразѹмивии || ѡмрачении Июдѣи. (οἱ ἐμβρόν… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιεροφαντώ — ἱεροφαντῶ, έω (Α) [ιεροφάντης] 1. είμαι ιεροφάντης 2. εισάγω κάποιον στα μυστήρια, μυώ 3. (μτβ.) εξηγώ ως ιεροφάντης, διδάσκω ως ιεροφάντης 4. παθ. ἱεροφαντοῡμαι, έομαι α) εμπνέομαι («τοὺς ἱεροφαντηθέντας λογισμοὺς θεοῡ», Φίλ. β) εισάγομαι στα… … Dictionary of Greek
κακολογίζομαι — (Α) (μτγν τ. εσφ. σχηματισμένος) έχω κακούς λογισμούς, κακές σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + λογίζομαι «υπολογίζω, λογαριάζω»] … Dictionary of Greek
καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… … Dictionary of Greek
κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… … Dictionary of Greek
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
ξεζαλίζω — (Μ ξεζαλίζω) διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα») νεοελλ. 1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαι α) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.) β) (για… … Dictionary of Greek
συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek