-
1 λιθολευστος
21) побитый камнями(ὑπό τινος Diod.)
λιθόλευστον ποιεῖν τινα Plut. — побить кого-л. камнями2) вызванный побиением камнямиλ. ἄρης Soph. — смерть через побиение камнями
-
2 λιθόλευστος
λιθόλευστοςstoned: masc /fem nom sg -
3 λιθόλευστος
λῐθό-λευστος, ον,A stoned,ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47
;λ. ποιῆσαί τινα Plu.2.313b
, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λ. Ἄρης death by stoning, S.Aj. 254 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόλευστος
-
4 λιθόλευστος
λιθό-λευστος, gesteinigt, auch: steinigenswert, verbrecherisch; ἄρης, Steinigungstod -
5 λιθόλευστον
λιθόλευστοςstoned: masc /fem acc sgλιθόλευστοςstoned: neut nom /voc /acc sg -
6 λιθολεύστους
λιθόλευστοςstoned: masc /fem acc pl -
7 λιθόλευστα
λιθόλευστοςstoned: neut nom /voc /acc pl -
8 λιθόλευστοι
λιθόλευστοςstoned: masc /fem nom /voc pl -
9 λιθο-βόλητος
λιθο-βόλητος, VLL., Erkl. von λιϑόλευστος u. λεύσιμος.
-
10 Ἄρης
Ἄρης, ὁ, Ares, s. nom. propr., steht oft appellativisch für Krieg, Mord, δεινὸς ὁ προς χώρων Ἄρης Soph. O. C. 1065; λιϑόλευστος. Steinigungstod, Ai. 247; von Seuchen, O. R. 190; kriegerischer Muth, καὶ ἐν γυναιξὶν Ἄρης ἔνεστι El. 1235, u. so bei andern Dichtern.
-
11 Αρης
- εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:
Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.3) воинственность, воинский дух(Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)
4) войско(ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)
5) убийство(λιθόλευστος Ἄ. Soph.)
6) ранение, рана(Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)
7) меч(βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.)
8) гибель, мор(Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)
9) планета Марс(ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)
-
12 λεώδης
A = λαώδης, popular, common, Gloss.------------------------------------λεώδης (B),A = λιθόλευστος, Theognost.Can.9: [full] λιώδης, Hsch.; fort. λεώλης. [full] λεωκόνητος, [full] λεωκόνιτος, v. λέως. -
13 λιώδης
-
14 Ἄρης
Ἄρης, Ares, oft appellativisch für Krieg, Mord; λιϑόλευστος. Steinigungstod; von Seuchen; kriegerischer Mut
См. также в других словарях:
λιθόλευστος — λιθόλευστος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.) 2. ο άξιος λιθοβολισμού 3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ. θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * … Dictionary of Greek
λιθόλευστος — stoned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόλευστον — λιθόλευστος stoned masc/fem acc sg λιθόλευστος stoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθολεύστους — λιθόλευστος stoned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόλευστα — λιθόλευστος stoned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόλευστοι — λιθόλευστος stoned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιώδης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λιθόλευστος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί λιώλης (πρβλ. λεώλης)] … Dictionary of Greek