-
1 λειοκόνιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειοκόνιτος
-
2 λεώδης
A = λαώδης, popular, common, Gloss.------------------------------------λεώδης (B),A = λιθόλευστος, Theognost.Can.9: [full] λιώδης, Hsch.; fort. λεώλης. [full] λεωκόνητος, [full] λεωκόνιτος, v. λέως.
См. также в других словарях:
λεωκόνητος — και λεωκόνιτος, ὁ (Α) ο εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση τού επιρρ. λέως* «εντελώς, τελείως» + θ. κον (τού καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ κον α), πρβλ. τρι κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση τού κονίω… … Dictionary of Greek