Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

λιχήν

См. также в других словарях:

  • λιχήν — λιχήν, ῆνος, ὁ (Α) βλ. λειχήνα …   Dictionary of Greek

  • λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱԾ — (ի, ից. կամ ոյ, ոց.) NBH 1 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 14c ա. ἀφή tactus, ictus (leprae), λιχήν impetigo Արատ կեղոյ. հետք բորոյ. գոյն ըսպւոյ եւ պալարի. բիծ որպիսի եւ իցէ. ... լծ. եւ վէր. էարա. այլ ի բառս Գաղիանոսի դնի եւ որպէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»