-
1 λιχήν
-
2 κηλίς
κηλίς, ῖδος, ἡ, Fleck, Schmutz; λιχὴν βροτοφϑόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr., Schmach, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς μητροκτόνος Eur. I. T. 1200; ἐστάϑη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; ϑεία κηλὶς προςπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = μίασμα; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν.
-
3 ἄ-φυλλος
ἄ-φυλλος ( φύλλον), ohne Blätter, σχίζαι, trockne, Il. 2, 425; λιχήν Aesch. Eum. 754. 781; στόματος ἀφύλλου λίται, Bitten ohne den Oelzweig, den sonst Hülfeflehende in den Händen halten, Eur. Or. 377.
См. также в других словарях:
λιχήν — λιχήν, ῆνος, ὁ (Α) βλ. λειχήνα … Dictionary of Greek
λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… … Dictionary of Greek
ԱՐԱԾ — (ի, ից. կամ ոյ, ոց.) NBH 1 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 14c ա. ἀφή tactus, ictus (leprae), λιχήν impetigo Արատ կեղոյ. հետք բորոյ. գոյն ըսպւոյ եւ պալարի. բիծ որպիսի եւ իցէ. ... լծ. եւ վէր. էարա. այլ ի բառս Գաղիանոսի դնի եւ որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)