Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σχίζαι

См. также в других словарях:

  • σχίζαι — σχίζα piece of wood cut off fem nom/voc pl σχίζᾱͅ , σχίζα piece of wood cut off fem dat sg (doric aeolic) σχίζα piece of wood cut off fem nom/voc pl (ionic) σχίζᾱͅ , σχίζα piece of wood cut off fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παδησχέαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σχίζαι» …   Dictionary of Greek

  • σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»