-
1 ἄ-φυλλος
ἄ-φυλλος ( φύλλον), ohne Blätter, σχίζαι, trockne, Il. 2, 425; λιχήν Aesch. Eum. 754. 781; στόματος ἀφύλλου λίται, Bitten ohne den Oelzweig, den sonst Hülfeflehende in den Händen halten, Eur. Or. 377.
-
2 ἄφυλλος
ἄ-φυλλος, ohne Blätter, σχίζαι, trockne; στόματος ἀφύλλου λίται, Bitten ohne den Ölzweig, den sonst Hilfeflehende in den Händen halten
См. также в других словарях:
σχίζαι — σχίζα piece of wood cut off fem nom/voc pl σχίζᾱͅ , σχίζα piece of wood cut off fem dat sg (doric aeolic) σχίζα piece of wood cut off fem nom/voc pl (ionic) σχίζᾱͅ , σχίζα piece of wood cut off fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παδησχέαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σχίζαι» … Dictionary of Greek
σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… … Dictionary of Greek