Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιτανός

См. также в других словарях:

  • λιτανός — λιτανός, ή, όν (Α) 1. παρακλητικός, ικετευτικός («μέλη θεοῑσι λιτανά», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιτανά οι προσευχές, οι δεήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ. τού λίσσομαι* + κατάλ. ανός (πρβλ. λιχ ανός)] …   Dictionary of Greek

  • λιτανά — λιτανός praying neut nom/voc/acc pl λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc/acc dual λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτάν' — λιτανά , λιτανός praying neut nom/voc/acc pl λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc/acc dual λιτανά̱ , λιτανός praying fem nom/voc sg (doric aeolic) λιτανέ , λιτανός praying masc voc sg λιταναί , λιτανός praying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλιτανεύω — (Μ) (επιτ. τ. τού λιτανεύω) εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιτανεύω «ικετεύω» (< λιτανός «ικέτης» < λίσσομαι «ικετεύω»)] …   Dictionary of Greek

  • λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λιτάνιος — λιτάνιος, ον (Μ) [λιτανός] λιτανικός, τής λιτανείας («λιτάνιος ὑμνωδία», Κ. Πορφ.) …   Dictionary of Greek

  • λιταίνω — (Α) [λιτανός] (σπαν. τ.) λιτανεύω …   Dictionary of Greek

  • λιτανεύω — (AM λιτανεύω) [λιτανός] 1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ αυτήν 2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.) μσν. αρχ. παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς» …   Dictionary of Greek

  • λιτανικός — ή, ό (Μ λιτανικός, ή, όν) [λιτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία …   Dictionary of Greek

  • συλλιτανεύω — Μ προσεύχομαι μαζί με άλλους («τοῡ βασιλέως συλλιτανεύοντος τῷ λαῷ», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λιτανεύω (< λιτανός)] …   Dictionary of Greek

  • lei-3 —     lei 3     English meaning: slimy; to glide     Deutsche Übersetzung: ‘schleimig, durch Nässe glitschiger Boden, ausgleiten, worũber hinschleifen or streichen, also glättend worũber fahren; andrerseits schleimig = klebrig”     Note: various… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»