Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιμηρά

См. также в других словарях:

  • Λιμηρά — Λιμηρά̱ , Λιμηρή fem nom/voc/acc dual Λιμηρά̱ , Λιμηρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρά — λῑμηρά , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc pl λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc/acc dual λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc pl λιμηρά̱ , λιμηρός 2 hungry fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμηρᾷ — Λιμηρή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρᾷ — λῑμηρᾷ , λιμηρός 1 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επίδαυρος, Λιμηρά — Αρχαία πόλη της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου. Είχε ιδρυθεί από Επιδαύριους αποίκους στην ανατολική ακτή της Λακωνικής, βόρεια της σημερινής Μονεμβασιάς. Σύμφωνα με την παράδοση, Επιδαύριοι που κατευθύνονταν προς την Κω άλλαξαν πορεία ύστερα από… …   Dictionary of Greek

  • Λιμηράν — Λιμηρά̱ν , Λιμηρή fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛАКОНИКА —    • Laconica,          Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… …   Реальный словарь классических древностей

  • κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • Ελευθερολάκωνες — Ονομασία που αποδόθηκε, κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, στους πολίτες που κατοικούσαν στις παράλιες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες διατήρησαν σχετική αυτονομία και σχημάτισαν δική τους ομοσπονδία με την ονομασία Κοινό Ελευθερολακώνων. Πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • λιμηράν — λῑμηρά̱ν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) λιμηρά̱ν , λιμηρός 2 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»