-
1 Λιμηρά
Λιμηρά̱, Λιμηρήfem nom /voc /acc dualΛιμηρά̱, Λιμηρήfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 Λιμηρά
-
3 Λιμηρᾷ
-
4 λιμηρά
λῑμηρᾷ, λιμηρός 1hungry: fem dat sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 λιμηρᾷ
λῑμηρᾷ, λιμηρός 1hungry: fem dat sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 λιμηρά
λῑμηρά, λιμηρός 1hungry: neut nom /voc /acc plλῑμηρά̱, λιμηρός 1hungry: fem nom /voc /acc dualλῑμηρά̱, λιμηρός 1hungry: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)λιμηρός 2hungry: neut nom /voc /acc plλιμηρά̱, λιμηρός 2hungry: fem nom /voc /acc dualλιμηρά̱, λιμηρός 2hungry: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 Λιμηράν
Λιμηρά̱ν, Λιμηρήfem acc sg (attic doric aeolic) -
8 λιμηράν
λῑμηρά̱ν, λιμηρός 1hungry: fem acc sg (attic doric aeolic)λιμηρά̱ν, λιμηρός 2hungry: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 κακιθά
κακιθά· λιμηρά, Hsch. [full] κακιθής· ἄτροφος ἄμπελος, and [full] κακιθές· Χαλεπόν, λιμηρές, Id. [full] κακίμην· τὴν ἀτυχῆ, Id. [full] κακῑότερος,A v. κακός. -
10 κάγκανος
Grammatical information: adj.Meaning: `arid, barren' (Il.).Derivatives: καγκάνεος `id.' (Man.) Denomin. καγκαίνει θάλπει, ξηραίνει; also with change ν: λ καγκαλέα κατακεκαυμένα H., unless innovation after the many adjectives for `arid' in - αλέος ( ἀζαλέος, αὑαλέος etc.). - Without suffix καγκομένης ξηρᾶς τῳ̃ φόβῳ H. and πολυ-καγκής adjunct of δίψα (Λ 642), perhaps shaped to κάγκομαι in καγκο-μένης (cf. Schwyzer 513).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With κάγκανος etc. were connected words for `hunger, pain': the fullgrade primary verbs κέγκει πεινᾳ̃ (Phot.), Lith. keñkia, Inf. keñkti `ache' (prop. *`burns, wither'), secondary OWNo. hā `tease, pain', PGm. * hanhōn (cf. Wißmann Nom. postv. 1, 42), and the verbal nouns Lith. kankà `pain', Germ., e. g. Goth. huhrus ` hunger' with huggrjan `hunger' (zero grade with grammat. change; old r- stem?). Uncertain is Skt. kaṅkāla- m. n. `skeleton' (cf. σκελετός), and desiderative Skt. kāṅkṣati `desire' (from *`burning desire'?), cf. Mayrhofer KEWA s. vv. The nasal in κάγκανος etc., which does not fit kenk-, konk-, kn̥k-, must be secondary (cf. Schwyzer 343). - Schulze KZ 29, 269f. = Kl. Schr. 329; s. also Bechtel Lex. s. v. and Fraenkel Lit. et. Wb. s. keñkti. Acc. to Schulze l. c. here also the H.-glosses κακιθής ἄτροφος ἄμπελος, κακιθές χαλεπόν, λιμηρές, κακιθά λιμηρά (sec. member to αἴθω, ἰθαίνω); but Chantr. notes that the first member could then also be κακός); but if the word is Pre-Greek, κακ- cannot come from it. S. also κάχρυς. - Because of the nasal, and the a-vocalism, one rather expects a Pre-Greek word. The words compared mean `hunger, pain' and not primarily `arid'.Page in Frisk: 1,750-751Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάγκανος
См. также в других словарях:
Λιμηρά — Λιμηρά̱ , Λιμηρή fem nom/voc/acc dual Λιμηρά̱ , Λιμηρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρά — λῑμηρά , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc pl λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc/acc dual λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc pl λιμηρά̱ , λιμηρός 2 hungry fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμηρᾷ — Λιμηρή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρᾷ — λῑμηρᾷ , λιμηρός 1 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επίδαυρος, Λιμηρά — Αρχαία πόλη της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου. Είχε ιδρυθεί από Επιδαύριους αποίκους στην ανατολική ακτή της Λακωνικής, βόρεια της σημερινής Μονεμβασιάς. Σύμφωνα με την παράδοση, Επιδαύριοι που κατευθύνονταν προς την Κω άλλαξαν πορεία ύστερα από… … Dictionary of Greek
Λιμηράν — Λιμηρά̱ν , Λιμηρή fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛАКОНИКА — • Laconica, Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… … Реальный словарь классических древностей
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
Ελευθερολάκωνες — Ονομασία που αποδόθηκε, κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, στους πολίτες που κατοικούσαν στις παράλιες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες διατήρησαν σχετική αυτονομία και σχημάτισαν δική τους ομοσπονδία με την ονομασία Κοινό Ελευθερολακώνων. Πολλές… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
λιμηράν — λῑμηρά̱ν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) λιμηρά̱ν , λιμηρός 2 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)