Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιμαίνω

См. также в других словарях:

  • λιμαίνω — (AM) [λιμός] (για στράτευμα ή για χώρα) υποφέρω από μεγάλη πείνα …   Dictionary of Greek

  • λιμαντικός — λιμαντικός, ή, όν (Μ) [λιμαίνω] πειναλέος …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • λιμαινούσης — λῑμαινούσης , λιμαίνω suffer from famine pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμήναντος — λῑμήναντος , λιμαίνω suffer from famine aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμήνειε — λῑμήνειε , λιμαίνω suffer from famine aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίμαινεν — ἐλί̱μαινεν , λιμαίνω suffer from famine imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίμηνε — ἐλί̱μηνε , λιμαίνω suffer from famine aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»