-
1 λικμητήριον
λικμητήριον, τό, Werkzeug zum Getreidereinigen, Worfschaufel, πτύον, Hesych.
-
2 λικμητήριον
λικμητήριον, τό, u. λικμητηρίς, ίδος, ἡ, Werkzeug zum Getreidereinigen, Worfschaufel
См. также в других словарях:
λικμητήριον — winnowing fan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητηρίοις — λικμητήριον winnowing fan neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητηρίῳ — λικμητήριον winnowing fan neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητήρια — λικμητήριον winnowing fan neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητήριο — το (Α λικμητήριον) [λικμώ] είδος φτυαριού με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος, λιχνιστήρι νεοελλ. λιχνιστική μηχανή … Dictionary of Greek