Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λικμητήριον

См. также в других словарях:

  • λικμητήριον — winnowing fan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητηρίοις — λικμητήριον winnowing fan neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητηρίῳ — λικμητήριον winnowing fan neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητήρια — λικμητήριον winnowing fan neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητήριο — το (Α λικμητήριον) [λικμώ] είδος φτυαριού με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος, λιχνιστήρι νεοελλ. λιχνιστική μηχανή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»