-
1 λικμητηρίς
λικμητηρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Poll. 1, 245.
-
2 λικμητήριον
λικμητήριον, τό, u. λικμητηρίς, ίδος, ἡ, Werkzeug zum Getreidereinigen, Worfschaufel
См. также в других словарях:
λικμητηρίς — λικμητηρίς, ίδος, ἡ (Α) [λικμητήρ] λικμητήριο, λιχνιστήρι … Dictionary of Greek
λικμητηρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)