-
1 λιθο-πρίστης
λιθο-πρίστης, Steine sägend, πρίων, Poll. 10, 148.
-
2 λιθοπρίστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοπρίστης
-
3 λιθοπρίστης
См. также в других словарях:
μαρμαροπρίστης — ο αυτός που κόβει μάρμαρα χρησιμοποιώντας ειδικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + πρίστης (< πρίω «κόβω, πριονίζω»), πρβλ. λιθο πρίστης] … Dictionary of Greek