-
1 λιθοπυργία
A gloss on λίηνος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοπυργία
-
2 λιδρίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιδρίον
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
λίηνος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λιθοπυργία» … Dictionary of Greek