Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λιθολόγος

См. также в других словарях:

  • λιθολόγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολόγος — ο (Α λιθολόγος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τη λιθολογία αρχ. 1. αυτός που συγκεντρώνει λίθους για οικοδόμηση και τούς εφαρμόζει χωρίς να είναι πελεκημένοι σε τετράγωνο σχήμα 2. κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λόγος (< λέγω), πρβλ. βιο… …   Dictionary of Greek

  • λιθολόγοις — λιθόλογος one who picks out stones for building masc dat pl λιθολόγος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολόγους — λιθόλογος one who picks out stones for building masc acc pl λιθολόγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολόγων — λιθόλογος one who picks out stones for building masc gen pl λιθολόγος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολόγοι — λιθολόγος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολόγον — λιθολόγος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • litólogo — ► sustantivo GEOLOGÍA Persona dedicada al estudio de las rocas o especialista en ellas. SINÓNIMO geólogo * * * litólogo, a n. Especialista en litología. * * * litólogo, ga. (Del gr. λιθολόγος). m …   Enciclopedia Universal

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • λιθολογία — η (Α λιθολογία) [λιθολόγος] νεοελλ. αδόκιμος όρος για την πετρολογία αρχ. 1. η θεμελίωση με δομικούς λίθους 2. σωρός λίθων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»