-
1 λιαρός
λιαρός, wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀϑέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.
-
2 λιαρός
См. также в других словарях:
λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… … Dictionary of Greek
λιαρός — warm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαρόν — λιαρός warm masc acc sg λιαρός warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαροῖο — λιαρός warm masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαροῖσι — λιαρός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαροῖσιν — λιαρός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαροῦ — λιαρός warm masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαρῇσιν — λιαρός warm fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαρή — λιαρός warm fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαρήν — λιαρός warm fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαρῷ — λιαρός warm masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)