Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ληνοβάτης

См. также в других словарях:

  • ληνοβάτης — ληνοβάτης, ὁ (ΑM) αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια βάτης, παρα βάτης] …   Dictionary of Greek

  • ληνοβάτης — one who treads the wine vat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοβάται — ληνοβάτης one who treads the wine vat masc nom/voc pl ληνοβάτᾱͅ , ληνοβάτης one who treads the wine vat masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοβατῶν — ληνοβάτης one who treads the wine vat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοβάταις — ληνοβάτης one who treads the wine vat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοβάτου — ληνοβάτης one who treads the wine vat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοβάτῃ — ληνοβάτης one who treads the wine vat masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοβάτα — ληνοβάτᾱ , ληνοβάτης one who treads the wine vat masc nom/voc/acc dual ληνοβάτης one who treads the wine vat masc voc sg ληνοβάτᾱ , ληνοβάτης one who treads the wine vat masc gen sg (doric aeolic) ληνοβάτης one who treads the wine vat masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνοβάτας — ληνοβάτᾱς , ληνοβάτης one who treads the wine vat masc acc pl ληνοβάτᾱς , ληνοβάτης one who treads the wine vat masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • ληνοβατικώς — ληνοβατικῶς (Μ) [ληνοβάτης] επίρρ. με τον τρόπο που πατιούνται τα σταφύλια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»