Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λεύκανσις

См. также в других словарях:

  • λεύκανσις — a growing white fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνσει — λεύκανσις a growing white fem nom/voc/acc dual (attic epic) λευκάνσεϊ , λεύκανσις a growing white fem dat sg (epic) λεύκανσις a growing white fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνσεις — λεύκανσις a growing white fem nom/voc pl (attic epic) λεύκανσις a growing white fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκανσιν — λεύκανσις a growing white fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • λευκάνσεων — λευκάνσεω̆ν , λεύκανσις a growing white fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνσεως — λευκάνσεω̆ς , λεύκανσις a growing white fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»