Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λεόντ-ειος

См. также в других словарях:

  • κλίνειος — κλίνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ειος (πρβλ. κήπ ειος, λεόντ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • κρεάτειος — ο κρεάτινος, αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, ατος + επίθημα ειος (πρβλ. αέτ ειος, λεόντ ειος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»