-
1 λευχείμων
λευχείμωνclad in white: masc nom /voc sg -
2 λευχείμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευχείμων
-
3 λευχείμων
λευχ-είμων, ον, weißgekleidet -
4 λευχειμόνων
λευχείμωνclad in white: masc gen pl -
5 λευχείμονα
λευχείμωνclad in white: masc acc sg -
6 λευχείμονας
λευχείμωνclad in white: masc acc pl -
7 λευχείμονες
λευχείμωνclad in white: masc nom /voc pl -
8 λευχείμονος
λευχείμωνclad in white: masc gen sg -
9 λευχείμοσι
λευχείμωνclad in white: masc dat pl -
10 λευχείμοσιν
λευχείμωνclad in white: masc dat pl -
11 λευκο-είμων
λευκο-είμων, ον, = λευχείμων.
-
12 λευκοείμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκοείμων
См. также в других словарях:
λευχείμων — clad in white masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek
λευχειμόνων — λευχείμων clad in white masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονα — λευχείμων clad in white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονας — λευχείμων clad in white masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονες — λευχείμων clad in white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμονος — λευχείμων clad in white masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμοσι — λευχείμων clad in white masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευχείμοσιν — λευχείμων clad in white masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
красный — прекрасный, укр. красний красивый , ст. слав. красьнъ ὡραῖος, speciosus, περικαλλής, реrрulсhеr, τερπνός, iucundus, amoenus, λευχείμων, болг. красен красивый , сербохорв. красан (кра̑сан), красна (кра̑сна) ж. красивый, великолепный , словен.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek