Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λευχείμων

См. также в других словарях:

  • λευχείμων — clad in white masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] …   Dictionary of Greek

  • λευχειμόνων — λευχείμων clad in white masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευχείμονα — λευχείμων clad in white masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευχείμονας — λευχείμων clad in white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευχείμονες — λευχείμων clad in white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευχείμονος — λευχείμων clad in white masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευχείμοσι — λευχείμων clad in white masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευχείμοσιν — λευχείμων clad in white masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • красный — прекрасный, укр. красний красивый , ст. слав. красьнъ ὡραῖος, speciosus, περικαλλής, реrрulсhеr, τερπνός, iucundus, amoenus, λευχείμων, болг. красен красивый , сербохорв. красан (кра̑сан), красна (кра̑сна) ж. красивый, великолепный , словен.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»