-
1 λευκο-είμων
λευκο-είμων, ον, = λευχείμων.
-
2 λευκοείμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκοείμων
См. также в других словарях:
σκοτοείμων — όειμον, Α αυτός που είναι ντυμένος με σκοτεινά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. λευκο είμων] … Dictionary of Greek