Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λευστήρ

См. также в других словарях:

  • λευστήρ — λευστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ο άξιος λιθοβολισμού 2. τύραννος, δυνάστης 3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ (πρβλ. λεύσ ω, μέλλ. τού λεύω) + επίθημα τήρ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λευστήρ — one who stones masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευστῆρα — λευστήρ one who stones masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευστήρων — λευστήρ one who stones masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμολευστώ — θυμολευστῶ (Μ) λιθοβολώ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λευστώ (< λευστήρ «αυτός που λιθοβολεί» < λεύω «λιθοβολώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …   Dictionary of Greek

  • lēu-2 : lǝu- —     lēu 2 : lǝu     English meaning: stone     Deutsche Übersetzung: ‘stein”     Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»