-
1 λεύκοκρας
λεύκο-κρας· λευκοκέφαλος, Hsch.: pl. - κρατες (- κέρατες cod.)· ἢ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῦς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῦ λαμπρούς, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεύκοκρας
-
2 λευκοκέρατες
A v. λευκόκρας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκοκέρατες
-
3 λευκοκέφαλος
λευκο-κέφᾰλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκοκέφαλος
См. также в других словарях:
λευκόκρας — (Α) 1. λευκοκέφαλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λευκόκρατες ἡ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῡς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῡ λαμπρούς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + κρας (ποιητ. τ. τού κάρα «κεφαλή»)] … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek