-
1 λευκο-κέρατες
λευκο-κέρατες, οἱ βόες, mit weißen Hörnern, Hesych., wenn es nicht λευκόκρατες, mit weißen Köpfen, heißen soll.
-
2 λευκοκέρατες
A v. λευκόκρας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκοκέρατες
-
3 λεύκοκρας
λεύκο-κρας· λευκοκέφαλος, Hsch.: pl. - κρατες (- κέρατες cod.)· ἢ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῦς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῦ λαμπρούς, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεύκοκρας
-
4 λευκοκέρατες
λευκο-κέρατες, οἱ βόες, mit weißen Hörnern
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий