-
1 λεσχηνίτης
A = λεσχηνευτής, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχηνίτης
См. также в других словарях:
λεσχηνίτης — λεσχηνίτης, ὁ (Α) λεσχηνευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσχήν, ῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λιμεν ίτης, σελην ίτης)] … Dictionary of Greek