Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λεσχηνευτής

См. также в других словарях:

  • λεσχηνευτής — λεσχηνευτής, ὁ (Α) [λεσχηνεύω] φλύαρος, πολυλογάς, κενολόγος …   Dictionary of Greek

  • λεσχηνευτής — gossip masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσχηνευταί — λεσχηνευτής gossip masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσχηνευτήν — λεσχηνευτής gossip masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσχηνίτης — λεσχηνίτης, ὁ (Α) λεσχηνευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσχήν, ῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λιμεν ίτης, σελην ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»