-
1 λεσχηνευτής
λεσχηνευτήςgossip: masc nom sg -
2 λεσχηνευτής
A gossip, chatterer, Ath.14.649c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχηνευτής
-
3 λεσχηνευταί
λεσχηνευτήςgossip: masc nom /voc pl -
4 λεσχηνευτήν
λεσχηνευτήςgossip: masc acc sg (attic epic ionic) -
5 λεσχηνίτης
A = λεσχηνευτής, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχηνίτης
См. также в других словарях:
λεσχηνευτής — λεσχηνευτής, ὁ (Α) [λεσχηνεύω] φλύαρος, πολυλογάς, κενολόγος … Dictionary of Greek
λεσχηνευτής — gossip masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσχηνευταί — λεσχηνευτής gossip masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσχηνευτήν — λεσχηνευτής gossip masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσχηνίτης — λεσχηνίτης, ὁ (Α) λεσχηνευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσχήν, ῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λιμεν ίτης, σελην ίτης)] … Dictionary of Greek