Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λερώνω+τα

  • 1 загрязнить

    ρ.σ.μ.
    1. λερώνω, λασπώνω, κηλιδώνω•

    загрязнить одежду λερώνω το ένδυμα• загрязнить ‘пол λερώνω το πάτωμα•

    загрязнить руки λερώνω τα χέρια.

    2. μτφ. ατιμάζω, καταισχύνω, σπιλώνω,
    λερώνω, -ομαι•

    отекло -лось το γυαλί (τζάμι) λέρωσε.

    Большой русско-греческий словарь > загрязнить

  • 2 зажелтить

    -лчу, -лтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зажелченный, βρ: -чен, -чена, -о
    ρ.σ.μ. λερώνω, βάφω με κίτρινη μπογιά•

    зажелтить руки λερώνω τα χέρια με κίτρινη μπογιά.

    λερώνω, -ομαι με κίτρινο χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > зажелтить

  • 3 марать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. λερώνω, μουτζουρώνω. || αμαυρώνω, επισκιάζω•

    марать репутацию δυσφημώ.

    2. κακογράφω, κακοζωγραφίζω• κακοσυνθέτω. || διαγράφω, σβήνω•

    марать целые страницы σβήνω ολόκληρες σελίδες.

    εκφρ.
    марать бумагу – γράφω τι ανάξιο (μόνο που λερώνω το χαρτί)•
    марать руки об кого, обо что – λερώνω τα χέρια (απαξιώ).
    1. λερώνομαι, μουτζουρώνομαι.
    2. μτφ. (απλ.) λερώνομαι, αισθάνομαι περιφρόνηση, απαξιώ•

    марать не хочется δε θέλω να λερωθώ•

    марать не стоит δεν αξίζει να λερωθεικα-νένας (απαξιώ).

    3. (για μικρά παιδιά) τα κάνω απάνω μου, λερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > марать

  • 4 пачкать

    пачкать λερώνω \пачкаться λερώνομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > пачкать

  • 5 сорить

    сорить κάνω σκουπίδια, λερώνω
    * * *
    κάνω σκουπίδια, λερώνω

    Русско-греческий словарь > сорить

  • 6 замарать

    замара||ть
    сов
    1. λερώνω, λεκιάζω·
    2. перен разг κηλιδώνω, λερώνω, λεκιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > замарать

  • 7 вывозить

    -ожу, -озишь ρ.σ.μ.
    (απλ.) λερώνω•

    вывозить платье в грязи λερώνω το φόρεμα στη λάσπη.

    λερώνομαι.
    -ожу, -озишь, ρ.δ.μ.
    1. βλ. вывезти.
    2. εξάγω, κάνω εξαγωγή (εμπορευμάτων, πρώτων υλών κ.τ.τ.).
    1. βλ. вывезтись.
    2. μεταφέρομαι (με μεταφ. μέσο), κουβαλιέμαι. || εξάγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вывозить

  • 8 вымарать

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. καταλερώνω•

    вымарать руки в краске λερώνω τα χέρια στη μπογιά•

    платье чернилами λερώνω το φόρεμα με μελάνη.

    2. διαγραφώ, ξεγράφω, σβήνω.
    καταλερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вымарать

  • 9 вытоптать

    -пчу, -пчешь, ρ.σ.μ.
    1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ•

    вытоптать посевы καταπατώ τα σπαρτά.

    || ανοίγω δρόμο με πατήματα.
    2. (απλ.) λερώνω με ακάθαρτα παπούτσια•

    вытоптать пол λερώνω το πάτωμα με ακάθαρτα παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > вытоптать

  • 10 замаслить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замасленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λιγδώνω, λερώνω, λαδώνω, ρυπαίνω•

    замаслить одежду λερώνω τη φορεσιά.

    2. (τεχ.) λαδώνω.
    3. μτφ. δωροδοκώ, λαδώνω.
    1. λιγδώνομαι, λαδώνομαι, λερώνομαι..
    2. γυαλίζω, λάμπω (από χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > замаслить

  • 11 захватать

    ρ;σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захватанный, βρ: -тан, -а, -о
    λερώνω με το συχνό πιάσιμο•

    захватать грязными пальцами, λερώνω με τα ακάθαρτα δάχτυλα.

    Большой русско-греческий словарь > захватать

  • 12 зашлёпать

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. λερώνω, λασπώνω.
    2. αρχίζω να λερώνω, να λασπώνω.

    Большой русско-греческий словарь > зашлёпать

  • 13 измуслить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) λερώνω, μουτζουρώνω με. σάλιο ή βρεγμένα, λιγδωμένα χέριαизмуслить книгу λερώνω το βιβλίο.
    λερώνομαι με σάλιο, μουτζουρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > измуслить

  • 14 испакостить

    -ощу, -остишь ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. λερώνω, ρυπαίνω•

    испакостить пол λερώνω το πάτωμα,

    2. μτφ. χαλνώ.
    λερώνομαι, ρυπαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > испакостить

  • 15 истоптать

    -опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истоптанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω (με ακάθαρτα υποδήματα)•

    истоптать пол λερώνω το πάτωμα.

    2. φθείρω, χαλώ (από τη χρήση)•

    истоптать сапоги χαλνώ τις μΐότες.

    3. περιέρχομαι, περπατώ, γυρίζω.
    φθείρομαι, χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > истоптать

  • 16 мусолить

    ρ.δ.μ.
    1. (απλ.) σαλιώνω, φτύνω•

    -нитку σαλιώνω την κλωστή•

    мусолить карандаш σαλιώνω το μολυβδοκόντυλο•

    мусолить палец σαλιώνω το δάχτυλο.

    || λερώνω με τα σαλιωμένα δάχτυλα•

    -книгу λερώνω το βιβλίο (ξεφυλλίζοντας το).

    2. μτφ. καθυστερώ, παρατραβώ, αναβάλλω•

    мусолить вопрос καθυστερώ ζήτημα.

    λερώνομαι με σάλιο. || σαλιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мусолить

  • 17 натоптать

    -опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натоптанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. πατώ, λερώνω•

    натоптать на полу πατώντας λερώνω το πάτωμα.

    2. μτφ. πατώντας κάνω δρομάκι.
    κάνω σημειωτό (βήμα). || κουράζομαι από το πολύ βάδισμα.

    Большой русско-греческий словарь > натоптать

  • 18 облить

    оболыб, обольшь, παρλθ. χρ. облил
    -ла, облило, προστκ. обли, μτχ. παρλθ. обливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облитый, βρ: облит
    -а, облито ρ.σ.μ.
    1. περιχύνω, περιβρέχω καταβρέχω. || αλείφω.
    2. (με οργν.) λερώνω με... облить скатерть чернилами λερώνω το τραπεζομάντηλο με μελάνη. || χύνω•

    облить лицо слезими βρέχω το πρόσωπο με δάκρυα.

    3. μτφ. περιβάλλω στενά (για γάντια, φόρεμα).
    περιβρέχομαι • καταβρέχομαι. || γεμίζω, είμαι πλήρης... облить кровью γεμίζω αίματα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος•

    облить слезами γεμίζω δάκρυα•

    облить светом φωτίζομαι άπλετα.

    Большой русско-греческий словарь > облить

  • 19 обсалить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) λερώνω, λιγδώνω•

    -фартук λερώνω την ποδιά.

    Большой русско-греческий словарь > обсалить

  • 20 отделать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ, επιμελούμαι των λεπτομερειών έργου χτενίζω. || προσδίδω μορφή, φτιάχνω κατ απομίμηση, εν είδη, σαν•

    отделать стены под дуб φτιάχνω τους τοίχους σαν από δρυόξυλο.

    || ανανεώνω επισκευάζω εκ νέου, ξεκαινουργώνω.
    2. διακοσμώ, στολίζω, ευτρεπίζω γαρνίρω.
    3. (απλ.) λερώνω• φθείρω, χαλνώ•

    отделать рубашку λερώνω το πουκάμισο.

    || μαλώνω άσχημα, στολίζω. || χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ.
    1. απαλλάσσομαι από κάτι, από κάποιον ξεφορτώνομαι.
    2. ξεφεύγω, εκφεύγω, αποφεύγω•

    отделать обещаниями ξεφεύγω με υποσχέσεις.

    3. γλυτώνω, λυτρώνομαι•

    дшево отделать τη γλυτώνω φτηνά•

    счастливо -στέκομαι τυχερός, ευτυχώς που τη γλυτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отделать

См. также в других словарях:

  • λερώνω — λερώνω, λέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λερώνω — (Μ λερώνω) [λερός] ρυπαίνω, βρομίζω («ακόμη δεν τό αγόρασα το βιβλίο και τό λέρωσα») νεοελλ. 1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο») 2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα τής… …   Dictionary of Greek

  • λερώνω — λέρωσα, λερώθηκα, λερωμένος 1. μτβ., βρομίζω, λεκιάζω: Λέρωσα το τετράδιό μου με μελάνι. 2. μτφ., ντροπιάζω, κηλιδώνω: Με όνομα λερωμένο δε θα βρεις ποτέ δουλειά. 3. αμτβ., βρομίζομαι, ρυπαίνομαι: Αυτό το χρώμα λερώνει εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμουρδώνω — λερώνω, ρυπαίνω, μολύνω («δε μοιάζει ν’ ανεμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση», Ερωτόκριτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αναμουρδώνω < ανα * + μουρδώνω «ρυπαίνω, βρομίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] …   Dictionary of Greek

  • λέρωμα — το [λερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λερώνω, λέκιασμα, βρόμισμα, ρύπανση, κηλίδωση …   Dictionary of Greek

  • μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …   Dictionary of Greek

  • μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …   Dictionary of Greek

  • μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… …   Dictionary of Greek

  • ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… …   Dictionary of Greek

  • σπιλώνω — σπιλῶ, όω, ΝΜΑ [σπίλος (Ι)] μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή τής οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῡσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ) αρχ. 1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»