-
101 засморкать
ρ.σ.μ.(απλ.) λερώνω με μύξες, κάνω όλο μύξες•засморкать платок κάνω το μαντήλι όλο μύξες.
αρχίζω να ξεμυξίζομαι, να βγάζω μύξες. -
102 засорить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засоренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ. λερώνω, ρυπαίνω, γεμίζω με ακαθαρσίες, σκουπίδια. || βλάπτω εσωτερικά•засорить глаза μου πηγαίνουν τσάχαλα στα μάτια•
засорить желудок προξενώ έμφραξη του στομάχου.
|| εμφράσσω, βουλώνω, στουπώνω•засорить раковину βουλώνω το νεροχύτη.
|| γεμίζω με ζιζάνια (αγριόχορτα). || μτφ. βάζω, χρησιμοποιώ•засорить речь вульгарными словами χρησιμοποιώ στην ομιλία χυδαίες λέξεις.
λερώνομαι, ρυπαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
103 засусливать
-
104 затоптать
-опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затоптанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω, λασπώνω, γεμίζω με πατημασιές.2. χώνω μέσα πατώντας.3. σβήνω πατώντας.4. θανατώνω πατώντας.αρχίζω να ποδοπατώ. -
105 захаркать
ρ.σ.μ.(απλ.) λερώνω αποχρεμπτόμενος. || αρχίζω να αποχρέμπτομαι. -
106 зашаркать
ρ.σ.1. λερώνω, παιώ.2. αρχίζω να σέρνω κλπ. ρ. βλ. шаркать. -
107 изволочить
-лочу, -лочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изволоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) λερώνω, λασπώνω σέρνοντας.λερώνομαι, λασπώνομαι. -
108 изгадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. (απλ) μαγαρίζω, λερώνω με τα κόπρανα. || καταλερώνω, καταλεκιάζω,μτφ. χαλνώ, φθείρω.λερώνομαι, λεκιάζομαι. || χαλνώ, γίνομαι κακός•был мальчик хороший, а теперь -лся ήταν καλό παιδί, αλλά τώρα χάλασε.
-
109 изжелтить
-елчу, -елтишьρ.σ. κιτρινίζω, λερώνω με κίτρινο χρώμα. -
110 иззеленить
-
111 искапать
ρ.σ.μ. γεμίζω με σταλαματιές•чернилами платье λερώνω το φόρεμα με σταλαματιές μελάνης.
-
112 исследить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исслеженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. λερώνω, αφήνω ίχνη, πατήματα, αποτυπώματα•исследить чистый пол καταλερώνω το καθαρό πάτωμα.
-
113 исчернить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исчернённый-нён, -нено, -нено; καταμαυρίζω, λερώνω με μαύρο χρώμα. -
114 мазать
мажу, мажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мазанный, βρ: -зан, -а, -оρ.δ.1. μ. αλείφω, επαλείφω, χρίζω•мазать хлеб маслом αλείφω το ψωμί με λάδι ή βούτυρο.
|| αλείφω με λάσπη•мазать избу αλείφω με γλίνα το χαμόσπιτο.
|| χρωματίζω, μπογιατίζω.2. λερώνω, λεκιάζω, λιγδώνω.3. μτφ. κακοζωγραφίζω, πασαλείφω.4. αστοχώ (στη σκοποβολή, παιγνίδι κ.τ.τ.).1. αλείφομαι.2. λερώνομαι (ακουμπώντας σε κάτι).3. βάφομαι, φτιάχνομαι, φτιασιδώνομαι. -
115 мусорить
ρ.δ. γεμίζω (κάνω) σκουπίδια, λερώνω. -
116 мызгать
ρ.δ.μ. (απλ.) λερώνω χαλώ, φθείρω (ενδυμασία). -
117 наблевать
-блюю, -блюшьρ.σ. (απλ.) λερώνω με ξερατά. -
118 надрызгать
ρ.σ. (απλ.) πιτσιλίζω, λερώνω. -
119 накапать
-аю, -аешь κ. παλ. -шло, -плешьρ.σ.μ.ρίχνω κατά σταγόνες, στάζω. || λερώνω στάζοντας, λεκιάζω•накапать на платье чернил στάζω στο φόρεμα μελάνη•
- ло (απρόσ.) έσταξε.
-
120 наляпать
ρ.σ. (απλ.)1. λερώνω, πασαλείφω.2. κακογράφω, γράφω μουντζούρες.
См. также в других словарях:
λερώνω — λερώνω, λέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λερώνω — (Μ λερώνω) [λερός] ρυπαίνω, βρομίζω («ακόμη δεν τό αγόρασα το βιβλίο και τό λέρωσα») νεοελλ. 1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο») 2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα τής… … Dictionary of Greek
λερώνω — λέρωσα, λερώθηκα, λερωμένος 1. μτβ., βρομίζω, λεκιάζω: Λέρωσα το τετράδιό μου με μελάνι. 2. μτφ., ντροπιάζω, κηλιδώνω: Με όνομα λερωμένο δε θα βρεις ποτέ δουλειά. 3. αμτβ., βρομίζομαι, ρυπαίνομαι: Αυτό το χρώμα λερώνει εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμουρδώνω — λερώνω, ρυπαίνω, μολύνω («δε μοιάζει ν’ ανεμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση», Ερωτόκριτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αναμουρδώνω < ανα * + μουρδώνω «ρυπαίνω, βρομίζω»] … Dictionary of Greek
κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] … Dictionary of Greek
λέρωμα — το [λερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λερώνω, λέκιασμα, βρόμισμα, ρύπανση, κηλίδωση … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek
μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… … Dictionary of Greek
ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… … Dictionary of Greek
σπιλώνω — σπιλῶ, όω, ΝΜΑ [σπίλος (Ι)] μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή τής οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῡσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ) αρχ. 1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι… … Dictionary of Greek