Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεπτό-μιτος

См. также в других словарях:

  • λειόμιτος — λειόμιτος, ον (Α) αυτός που εξομαλίζει τα νήματα τού υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή τού στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί μιτος, λεπτό μιτος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόμιτος — μονόμιτος, ον (Μ) αυτός που έχει υφανθεί με έναν μίτο, με μία κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. λεπτό μιτος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύμιτος — η, ο / πολύμιτος, ον, ΝΜΑ 1. (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός τού οποίου το υφάδι έχει κλωστές με διαφορετικό χρώμα για την κατασκευή διακοσμητικών μοτίβων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυμιτα τα δαμασκηνά,… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόμιτος — ον, Μ αυτός που έχει χάλκινους μίτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + μίτος (πρβλ. λεπτό μιτος). Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε χαλκεομίτρας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»