-
1 λεπτόπυγος
λεπτό-πῡγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόπυγος
См. также в других словарях:
λισπόπυγος — λισπόπυγος, ον (Α) (για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί πυγος, λεπτό πυγος] … Dictionary of Greek