-
1 λεπτό-πῡγος
λεπτό-πῡγος, mit dünnem, magerm Hintern.
-
2 λεπτόπῡγος
λεπτό-πῡγος, mit dünnem, magerem Hintern
См. также в других словарях:
λισπόπυγος — λισπόπυγος, ον (Α) (για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί πυγος, λεπτό πυγος] … Dictionary of Greek