-
1 λεοντιδεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντιδεύς
-
2 λεοντιδείς
-
3 λεοντιδεῖς
-
4 γαμβρός
Grammatical information: m.Meaning: `son-in-law, bother-in-law (sister's husband)' (Il.).Derivatives: Rare and late: γαμβροτιδεύς `son of a γαμβρός' (Iamb., after λεοντιδεύς etc.), γαμβρεύω `form connexions by marriage' (LXX).Origin: IE [Indo-European] [369] *ǵ(e)mH- `marry'Etymology: The other languages have: Skt. jā́mātar- = Av. zāmātar- (with sec. - tar-, cf. Av. zāmaoya- (\< *- mavya-) `brother of the son-in-law' and Skt. jāmí- `related', f. also `daughter-in-law, Lat. gener, Alb. dhëndër, dhândër. Isolated are the Balto-Slavic terms: Lith. žéntas, OCS zętъ, Latv. znuôts (*ǵnōtos). Further one compares Skt. jārá- `suitor', with -ā- from -m̥H-? The Balto-Slavic and Albanian words will belong to *ǵenh₁- ( γίγνομαι; Lith. žéntas). Unclear is Lat. gener. - The Greek and Indo-Iranian forms with -m- must belong together, but a reconstruction is no longer possible. Greek requires *gm̥-, but this form may have lost a laryngeal (as in ἀρήν, q.v.) and be cognate with γαμέω (* gmh₁-); but the resemblance with γαμέω could be due to secondary influence. Cf. Viredaz IF 107 (2002) 152-180. Vgl. γαμέω.Page in Frisk: 1,287Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαμβρός
См. также в других словарях:
λεοντιδεύς — ο (Α λεοντιδεύς, έως) μικρό λιοντάρι, λιονταράκι νεοελλ. κομψευόμενος νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, ερωτ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
λεοντιδεῖς — λεοντιδεύς lioncub masc acc pl λεοντιδεύς lioncub masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονεωνυμικός — ή, ό 1. αυτός που ονομάζεται από το όνομα τού γονέως 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γονεωνυμικά παρώνυμα ουσιαστικά σε ιδεύς, ουλο κ.λπ. για δήλωση νεογνών ζώων (πρβλ. «λέων λεοντιδεύς», «αετός αετιδεύς», «κότα κοτόπουλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γονεύς… … Dictionary of Greek
ερωτιδεύς — Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ταμαρίνος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία 23 περίπου ειδών πιθήκων τού Νέου Κόσμου, τής οικογένειας καλλιτριχίδες, τα οποία ταξινομούνται στα γένη λεοντιδεύς και λεοντόκηθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamarin, από λ. διαλέκτου τής Γαλλικής Γουιάνας] … Dictionary of Greek
ԱՌԻՒԾԱԿՈՐԻՒՆ — (րեան.) NBH 1 0305 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. λεοντιδεύς leonis catulus, λεοντίσκος parvus leo Կորիւն առիւծու. առիւծի լակոտ. ... *Ժամանակ ծննդեան առիւծակորեանն. Վրք. հց. ՟Ժ՟Թ: *Եբեր երկուս առիւծակորիւնս. Վեցօր. ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)