Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λεοντίασις

См. также в других словарях:

  • λεοντίασιν — λεοντίασις the early stage of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • λεοντίαση — η (Α λεοντίασις) [λεοντιώ] ιατρ. υπερτροφία τού προσώπου, που αποκτά όψη λέοντος, το λεγόμενο λεόντειο προσωπείο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»