Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λεξίδιον

См. также в других словарях:

  • λεξίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεξιδίοις — λεξίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεξιδίου — λεξίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεξίδια — λεξίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεξίδιο — το (Α λεξίδιον και λεξείδιον) μικρή λέξη, λέξη που αποτελείται από λίγες συλλαβές ή λίγους φθόγγους αρχ. 1. όρος, έκφραση 2. πρόταση, φράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον). Ο τ. λεξείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη …   Dictionary of Greek

  • λεξείδιον — λεξείδιον, τὸ (Α) βλ. λεξίδιον …   Dictionary of Greek

  • λεξύδριον — και λεξίδριον, τὸ (Α) λεξίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεξύδριον < λέξις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον). Ο τ. λεξίδριον < λεξύδριον, πιθ. με επίδραση τής λ. λεξίδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»