Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λεκᾰνο-ον

См. также в других словарях:

  • λεονταρόπουλον — λεονταρόπουλον, τὸ (Μ) μικρό λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάρι(ν) + υποκορ. κατάλ. πουλον* (πρβλ. λεκανό πουλον, λεονταρό πουλον)] …   Dictionary of Greek

  • ναρκοπέδιο — το στρατ. έκταση στην ξηρά ή στη θάλασσα στην οποία έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή περισσότερες σειρές για να κάνουν επικίνδυνο ή αδύνατο το πέρασμα τών στρατευμάτων, τών οχημάτων ή τών πλοίων τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + πεδίο (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»