-
1 λεκανό-μαντις
λεκανό-μαντις, ὁ, der aus der Schüssel Weissagende, Strab. XVI, 762.
-
2 λεκανο-σκοπία
λεκανο-σκοπία, ἡ, das Beschauen der Schüssel, um daraus zu weissagen, Maneth. 4, 213.
-
3 λεκανο-μαντεία
λεκανο-μαντεία, ἡ, das Wahrsagen aus der Schüssel, Sp.
-
4 λεκανόμαντις
A dish-diviner, Str.16.2.39, Ptol.Tetr. 181, Artem.2.69:—hence [suff] λεκᾰνο-μαντεία, ἡ, PMag.Par.1.221, Ps.-Callisth.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκανόμαντις
-
5 λεκανόπωλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκανόπωλις
-
6 λεκανομαντεία
λεκανο-μαντεία, ἡ, das Wahrsagen aus der Schüssel -
7 λεκανόμαντις
λεκανό-μαντις, ὁ, der aus der Schüssel Weissagende -
8 λεκανοσκοπία
λεκανο-σκοπία, ἡ, das Beschauen der Schüssel, um daraus zu weissagen -
9 λεκανοσκοπία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκανοσκοπία
-
10 λέκανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέκανος
См. также в других словарях:
λεονταρόπουλον — λεονταρόπουλον, τὸ (Μ) μικρό λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάρι(ν) + υποκορ. κατάλ. πουλον* (πρβλ. λεκανό πουλον, λεονταρό πουλον)] … Dictionary of Greek
ναρκοπέδιο — το στρατ. έκταση στην ξηρά ή στη θάλασσα στην οποία έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή περισσότερες σειρές για να κάνουν επικίνδυνο ή αδύνατο το πέρασμα τών στρατευμάτων, τών οχημάτων ή τών πλοίων τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + πεδίο (πρβλ.… … Dictionary of Greek
οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… … Dictionary of Greek