-
1 λεκανόμαντις
A dish-diviner, Str.16.2.39, Ptol.Tetr. 181, Artem.2.69:—hence [suff] λεκᾰνο-μαντεία, ἡ, PMag.Par.1.221, Ps.-Callisth.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκανόμαντις
-
2 λεκανόπωλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκανόπωλις
-
3 λεκανοσκοπία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκανοσκοπία
-
4 λέκανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέκανος
См. также в других словарях:
λεονταρόπουλον — λεονταρόπουλον, τὸ (Μ) μικρό λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάρι(ν) + υποκορ. κατάλ. πουλον* (πρβλ. λεκανό πουλον, λεονταρό πουλον)] … Dictionary of Greek
ναρκοπέδιο — το στρατ. έκταση στην ξηρά ή στη θάλασσα στην οποία έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή περισσότερες σειρές για να κάνουν επικίνδυνο ή αδύνατο το πέρασμα τών στρατευμάτων, τών οχημάτων ή τών πλοίων τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + πεδίο (πρβλ.… … Dictionary of Greek
οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… … Dictionary of Greek