Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λεκάριον

См. также в других словарях:

  • λεκάριον — λεκάριον, τὸ (Α) [λέκος] μικρό πιάτο, πιατάκι …   Dictionary of Greek

  • λεκάριον — little dish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκαρίου — λεκάριον little dish neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκαρίῳ — λεκάριον little dish neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκάρια — λεκάριον little dish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»