Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λειτουργία

  • 101 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 102 разладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)•

    разладить часы χαλνώ το ωρολόγι•

    разладить машину χαλνώ τη μηχανή•

    совсем στίαραλιάζω.

    2. μτφ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    разладить дело χαλνώ την υπόθεση•

    разладить свадьбу χαλνώ το γάμο.

    3. παλ. χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.).
    1. χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά•

    станок -лся η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά.

    2. χαλαρώνω•

    отношения -лись οι σχέσεις δεν εί-και τόσο καλές•

    дело -лось η υπόθεση χάλασε.

    3. ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разладить

  • 103 разлаженность

    θ.
    χάλασμα (μη λειτουργία).

    Большой русско-греческий словарь > разлаженность

  • 104 рассудок

    -дка α.
    το λογικό•

    деятельность рассудка η λειτουργία του λογικού•

    потерять рассудок χάνω το λογικό•

    здравый рассудок σωφροσύνη, σύνεση• ορθή λογική•

    вопреки -у παρά τη λογική, παράλογα•

    быть в полном -е έχω πλήρως το λογικό μου, εχεφρονώ πλήρως, είμαι στα συγκαλά μου•

    лишиться -дка στερούμαι του λογικού.

    Большой русско-греческий словарь > рассудок

  • 105 служба

    θ.
    1. υπηρεσία•

    служба в армии υπηρεσία στο στρατό•

    дейсвительная служба πραγματική υπηρεσία•

    служба связи υπηρεσία διαβιβάσεων•

    разведывательная служба κατασκοπευτική υπηρεσία•

    поступить на -у μπαίνω στην υπηρεσία, γίνομαι υπάλληλος•

    переменить -у αλλάζω υπηρεσία•

    повышение по -е προαγωγή στην υπηρεσία.

    2. τμήμα, γραφείο•

    служба погоды μετεωρολογική υπηρεσία.

    3. (εκκλσ.) λειτουργία•

    отстоять -у στέκομαι ορθός σ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.

    4. πλθ.παλ. παραρτήματα σπιτιού ή νοικοκυριού (σταύλοι, αχυρώνες κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    поставить что в -у чему – βάζω κάτι στην υπηρεσία κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > служба

  • 106 служение

    ουδ.
    1. παλ. υπηρέτηση.
    2. (εκκλσ.) λειτουργία.
    3. εζυπηρέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > служение

  • 107 служить

    слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащий
    ρ.δ.
    1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).
    2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.
    3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.
    4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•

    служить родине υπηρετώ την πατρίδα•

    служить народу υπηρετώ το λαό.

    || αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•

    служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•

    служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).

    5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).
    6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•

    шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•

    служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.

    7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.
    8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > служить

  • 108 совершить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совершнный, βρ: -шн, -шена, -шено ρ.σ.μ.
    1. (δια)πράττω, κάνω, εκτελώ, επιτελώ• πραγματοποιώ•

    совершить подвиг κάνω (επιτελώ) κατόρθωμα•

    совершить ошибку κάνω λάθος•

    совершить путешествие κάνω ταξίδι (ταξιδεύω)•

    совершить преступление διαπράττω έγκλημα (εγκληματώ)•

    совершить богослужение κάνω λειτουργία (λειτουργώ).

    2. συνομολογώ, κλείνω•

    совершить сделку κλείνω συμφωνία.

    (δια)πράττομαι, εκτελούμαι, επιτελούμαι, γίνομαι• πραγματοποιούμαι•

    -лось что-то неожиданное έγινε κάτι το ανεπάντεχο•

    брако- сочетание -лось ο γάμος έγινε (τελέστηκε)•

    пророчество -лось η προφητεία επαληθεύτηκε•

    похороны -лись вчера η κηδεία έγινε χτες.

    Большой русско-греческий словарь > совершить

  • 109 сознание

    ουδ.
    1. συνείδηση• συναίσθηση•

    быть без -я είμαι αναίσθητος•

    сознание долга συναίσθηση του καθήκοντος•

    классовое сознание ταξική συνείδηση•

    рост политического -я άνοδος της πολιτικής συνείδησης.

    2. (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός•

    сознание есть функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού•

    первичность материи и вторичность -я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση•

    бытие определяет сознание η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδηση•

    общественное сознание κοινωνική συνείδηση•

    пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων.

    3. παλ. παραδοχή, αναγνώριση. || το λογικό.
    4. οι αισθήσεις•

    потерять сознание χάνω τις αισθήσεις•

    к больному возвратилось сознание ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις.

    εκφρ.
    до потери. -я – μέχρι απώλειας των αισθήσεων•
    жить в -и – διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сознание

  • 110 сработанный

    επ. από μτχ.
    άχρηστος, φθαρμένος από μακροχρόνια λειτουργία.

    Большой русско-греческий словарь > сработанный

  • 111 сработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω, φτιάχνω.
    2. ρυθμίζω, κανονίζω τη λειτουργία μηχανής, -νισμού.

    Большой русско-греческий словарь > сработать

  • 112 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 113 умедлить

    -лю, -лишь ρ.σ.μ.
    επιβραδύνω•

    умедлить шаги επιβραδύνω το βάδισμα•

    умедлить ход часов επιβραδύνω τη λειτουργία (κίνηση) του ωρολογίου.

    επιβραδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > умедлить

  • 114 функционирование

    ουδ.
    λειτουργία.

    Большой русско-греческий словарь > функционирование

  • 115 храм

    α.
    ο ναός. || μτφ. τόπος, κτίριο όπου ασκείται υψηλή λειτουργία•

    храм науки ο ναός της επιστήμης.

    Большой русско-греческий словарь > храм

  • 116 ameliye

    διαδικασία, λειτουργία, εργασίες

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ameliye

  • 117 işletilme

    εκμετάλλευση, λειτουργία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > işletilme

  • 118 fonction

    1) δουλειά
    2) αξίωμα
    3) λειτούργημα
    4) συνάρτηση
    5) λειτουργία

    Dictionnaire Français-Grec > fonction

  • 119 chod

    1) βάδισμα
    2) κίνηση
    3) λειτουργία
    4) πιάτο
    5) ταχύτητα

    Česká-řecký slovník > chod

  • 120 činnost

    1) δράση
    2) λειτουργία

    Česká-řecký slovník > činnost

См. также в других словарях:

  • λειτουργία — λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργία — η 1. ενέργεια, εργασία: Η λειτουργία της αγοράς. 2. η ενέργεια των οργάνων του σώματος: Η λειτουργία του εγκεφάλου. 3. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας στην εκκλησία: Στη λειτουργία ήταν παρών και ο πρωθυπουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργίᾳ — λειτουργίαι , λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργιά — η ο άρτος για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… …   Dictionary of Greek

  • φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργίας — λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαν — λειτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»