-
61 богослужение
-
62 богослужение
богослужениес ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία. -
63 литургия
литургияж церк. ἡ λειτουργία -
64 месса
мессаж церк., муз. ἡ θεία λειτουργία. -
65 обедня
обедняж церк. ἡ λειτουργία. -
66 отправление
отправлениес1. (писем, багажа и т. л.) τό στάλσιμο, ἡ ἀποστολή/ ἡ διεκ-περαίωση [-ις] (тк. предметов)·2. (отход) ἡ ἀναχώρηση (поезда)/ ὁ ἀπόπλους, ἡ ἄπαρση (парохода, корабля)·3. книжн. (обязанностей, должности) ἡ ἐκτέλεση[-ις]·4. (организма) ἡ λειτουργία·5. (отправляемый предмет) ἡ ταχυδρομική ἀποστολή, τό ταχυδρομικό δέμα -
67 работа
работ||аас1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά. -
68 служить
служ||и́тьнесов1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:\служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):\служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:\служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·5. (выполнять свое назначение):пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος; -
69 функция
фу́нкци||яж1. в разн. знач. ἡ λειτουργία·2. мат ἡ συνάρτηση [-ις]·3. перен (обязанность) τά καθήκοντα, τά χρέη:выполнять \функцияи кого́-л. ἐκτελῶ χρέη· служебные \функцияи τά ὑπηρεσιακά καθήκοντα. -
70 церковный
церковн||ыйприл ἐκκλησιαστικός:\церковный приход ἡ ἐνορία· \церковный староста ἐπίτροπος ἐκκλησίας· \церковныйая слу́жба ἡ λειτουργία, ἡ ἀκολουθία· ◊ беден как \церковныйая мышь по-гов. φτωχός σάν τόν Ίώβ, φτωχός Λάζαρος. -
71 activate
['æktiveit](to put into force or operation: The smoke activated the fire alarms.) ενεργοποιώ, θέτω σε λειτουργία -
72 function
-
73 in action
(working: Is your machine still in action?) σε λειτουργία -
74 in order
1) (correct according to what is regularly done, especially in meetings etc: It is quite in order to end the meeting now.) εντάξει,σωστός2) (in a good efficient state: Everything is in order for the party.) εντάξει,έτοιμος,σε λειτουργία -
75 in/out of commission
(in, or not in, a usable, working condition.) σε λειτουργία / εκτός λειτουργίας -
76 malfunction
(faulty performance or a faulty process: There's a malfunction in the main engine.) κακή λειτουργία,βλάβη -
77 on
[on] 1. preposition1) (touching, fixed to, covering etc the upper or outer side of: The book was lying on the table; He was standing on the floor; She wore a hat on her head.) (πάνω)σε2) (in or into (a vehicle, train etc): We were sitting on the bus; I got on the wrong bus.) (πάνω)σε3) (at or during a certain day, time etc: on Monday; On his arrival, he went straight to bed.) κατά4) (about: a book on the theatre.) για5) (in the state or process of: He's on holiday.)6) (supported by: She was standing on one leg.) (πάνω)σε7) (receiving, taking: on drugs; on a diet.)8) (taking part in: He is on the committee; Which detective is working on this case?) σε9) (towards: They marched on the town.) προς,εναντίον10) (near or beside: a shop on the main road.) στο πλάι,πάνω σε11) (by means of: He played a tune on the violin; I spoke to him on the telephone.) σε12) (being carried by: The thief had the stolen jewels on him.) απάνω13) (when (something is, or has been, done): On investigation, there proved to be no need to panic.) κατά14) (followed by: disaster on disaster.) μετά από2. adverb1) ((especially of something being worn) so as to be touching, fixed to, covering etc the upper or outer side of: She put her hat on.) πάνω(μου)2) (used to show a continuing state etc, onwards: She kept on asking questions; They moved on.) συνέχεια3) (( also adjective) (of electric light, machines etc) working: The television is on; Turn/Switch the light on.) σε λειτουργία4) (( also adjective) (of films etc) able to be seen: There's a good film on at the cinema this week.) που παίζεται5) (( also adjective) in or into a vehicle, train etc: The bus stopped and we got on.) επάνω3. adjective1) (in progress: The game was on.) σε εξέλιξη2) (not cancelled: Is the party on tonight?) που θα συμβεί•- oncoming- ongoing
- onwards
- onward
- be on to someone
- be on to
- on and on
- on time
- on to / onto -
78 operation
1) (an action or process, especially when planned: a rescue operation.) επιχείρηση,διαδικασία,μαθηματική πράξη2) (the process of working: Our plan is now in operation.) λειτουργία,εφαρμογή,ισχύς3) (the act of surgically cutting a part of the body in order to cure disease: an operation for appendicitis.) εγχείρηση4) ((often in plural) the movement, fighting etc of armies: The general was in command of operations in the north.) επιχείρηση -
79 богослужение
[μπαγκασλουζένιιε] ουσ. ο. θεία λειτουργία -
80 литургия
[λιτουργκίγια] ουσ. θ. (εκκλ.) λειτουργία
См. также в других словарях:
λειτουργία — λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργία — η 1. ενέργεια, εργασία: Η λειτουργία της αγοράς. 2. η ενέργεια των οργάνων του σώματος: Η λειτουργία του εγκεφάλου. 3. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας στην εκκλησία: Στη λειτουργία ήταν παρών και ο πρωθυπουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειτουργίᾳ — λειτουργίαι , λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργιά — η ο άρτος για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… … Dictionary of Greek
λειτουργίας — λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργίαν — λειτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)