Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λειτουργία

  • 61 богослужение

    богослужение с η λειτου ργία (στην εκκλησία)
    * * *
    с
    η λειτουργία (στην εκκλησία)

    Русско-греческий словарь > богослужение

  • 62 богослужение

    богослужение
    с ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία.

    Русско-новогреческий словарь > богослужение

  • 63 литургия

    литургия
    ж церк. ἡ λειτουργία

    Русско-новогреческий словарь > литургия

  • 64 месса

    месса
    ж церк., муз. ἡ θεία λειτουργία.

    Русско-новогреческий словарь > месса

  • 65 обедня

    обедня
    ж церк. ἡ λειτουργία.

    Русско-новогреческий словарь > обедня

  • 66 отправление

    отправление
    с
    1. (писем, багажа и т. л.) τό στάλσιμο, ἡ ἀποστολή/ ἡ διεκ-περαίωση [-ις] (тк. предметов)·
    2. (отход) ἡ ἀναχώρηση (поезда)/ ὁ ἀπόπλους, ἡ ἄπαρση (парохода, корабля)·
    3. книжн. (обязанностей, должности) ἡ ἐκτέλεση[-ις]·
    4. (организма) ἡ λειτουργία·
    5. (отправляемый предмет) ἡ ταχυδρομική ἀποστολή, τό ταχυδρομικό δέμα

    Русско-новогреческий словарь > отправление

  • 67 работа

    работ||а
    ас
    1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):
    тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·
    2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·
    3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:
    печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > работа

  • 68 служить

    служ||и́ть
    несов
    1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:
    \служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·
    2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):
    \служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·
    3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:
    \служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·
    4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:
    эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·
    5. (выполнять свое назначение):
    пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·
    6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·
    7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος;

    Русско-новогреческий словарь > служить

  • 69 функция

    фу́нкци||я
    ж
    1. в разн. знач. ἡ λειτουργία·
    2. мат ἡ συνάρτηση [-ις]·
    3. перен (обязанность) τά καθήκοντα, τά χρέη:
    выполнять \функцияи кого́-л. ἐκτελῶ χρέη· служебные \функцияи τά ὑπηρεσιακά καθήκοντα.

    Русско-новогреческий словарь > функция

  • 70 церковный

    церковн||ый
    прил ἐκκλησιαστικός:
    \церковный приход ἡ ἐνορία· \церковный староста ἐπίτροπος ἐκκλησίας· \церковныйая слу́жба ἡ λειτουργία, ἡ ἀκολουθία· ◊ беден как \церковныйая мышь по-гов. φτωχός σάν τόν Ίώβ, φτωχός Λάζαρος.

    Русско-новогреческий словарь > церковный

  • 71 activate

    ['æktiveit]
    (to put into force or operation: The smoke activated the fire alarms.) ενεργοποιώ, θέτω σε λειτουργία

    English-Greek dictionary > activate

  • 72 function

    1. noun
    (a special job, use or duty (of a machine, part of the body, person etc): The function of the brake is to stop the car.) λειτουργία
    2. verb
    ((of a machine etc) to work; to operate: This typewriter isn't functioning very well.) λειτουργώ

    English-Greek dictionary > function

  • 73 in action

    (working: Is your machine still in action?) σε λειτουργία

    English-Greek dictionary > in action

  • 74 in order

    1) (correct according to what is regularly done, especially in meetings etc: It is quite in order to end the meeting now.) εντάξει,σωστός
    2) (in a good efficient state: Everything is in order for the party.) εντάξει,έτοιμος,σε λειτουργία

    English-Greek dictionary > in order

  • 75 in/out of commission

    (in, or not in, a usable, working condition.) σε λειτουργία / εκτός λειτουργίας

    English-Greek dictionary > in/out of commission

  • 76 malfunction

    (faulty performance or a faulty process: There's a malfunction in the main engine.) κακή λειτουργία,βλάβη

    English-Greek dictionary > malfunction

  • 77 on

    [on] 1. preposition
    1) (touching, fixed to, covering etc the upper or outer side of: The book was lying on the table; He was standing on the floor; She wore a hat on her head.) (πάνω)σε
    2) (in or into (a vehicle, train etc): We were sitting on the bus; I got on the wrong bus.) (πάνω)σε
    3) (at or during a certain day, time etc: on Monday; On his arrival, he went straight to bed.) κατά
    4) (about: a book on the theatre.) για
    5) (in the state or process of: He's on holiday.)
    6) (supported by: She was standing on one leg.) (πάνω)σε
    7) (receiving, taking: on drugs; on a diet.)
    8) (taking part in: He is on the committee; Which detective is working on this case?) σε
    9) (towards: They marched on the town.) προς,εναντίον
    10) (near or beside: a shop on the main road.) στο πλάι,πάνω σε
    11) (by means of: He played a tune on the violin; I spoke to him on the telephone.) σε
    12) (being carried by: The thief had the stolen jewels on him.) απάνω
    13) (when (something is, or has been, done): On investigation, there proved to be no need to panic.) κατά
    14) (followed by: disaster on disaster.) μετά από
    2. adverb
    1) ((especially of something being worn) so as to be touching, fixed to, covering etc the upper or outer side of: She put her hat on.) πάνω(μου)
    2) (used to show a continuing state etc, onwards: She kept on asking questions; They moved on.) συνέχεια
    3) (( also adjective) (of electric light, machines etc) working: The television is on; Turn/Switch the light on.) σε λειτουργία
    4) (( also adjective) (of films etc) able to be seen: There's a good film on at the cinema this week.) που παίζεται
    5) (( also adjective) in or into a vehicle, train etc: The bus stopped and we got on.) επάνω
    3. adjective
    1) (in progress: The game was on.) σε εξέλιξη
    2) (not cancelled: Is the party on tonight?) που θα συμβεί
    - ongoing
    - onwards
    - onward
    - be on to someone
    - be on to
    - on and on
    - on time
    - on to / onto

    English-Greek dictionary > on

  • 78 operation

    1) (an action or process, especially when planned: a rescue operation.) επιχείρηση,διαδικασία,μαθηματική πράξη
    2) (the process of working: Our plan is now in operation.) λειτουργία,εφαρμογή,ισχύς
    3) (the act of surgically cutting a part of the body in order to cure disease: an operation for appendicitis.) εγχείρηση
    4) ((often in plural) the movement, fighting etc of armies: The general was in command of operations in the north.) επιχείρηση

    English-Greek dictionary > operation

  • 79 богослужение

    [μπαγκασλουζένιιε] ουσ. ο. θεία λειτουργία

    Русско-греческий новый словарь > богослужение

  • 80 литургия

    [λιτουργκίγια] ουσ. θ. (εκκλ.) λειτουργία

    Русско-греческий новый словарь > литургия

См. также в других словарях:

  • λειτουργία — λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργία — η 1. ενέργεια, εργασία: Η λειτουργία της αγοράς. 2. η ενέργεια των οργάνων του σώματος: Η λειτουργία του εγκεφάλου. 3. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας στην εκκλησία: Στη λειτουργία ήταν παρών και ο πρωθυπουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργίᾳ — λειτουργίαι , λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργιά — η ο άρτος για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… …   Dictionary of Greek

  • φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργίας — λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαν — λειτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»